Μια φορά κι έναν καιρό … έτσι δεν ξεκινούν τα παραμύθια;
Γιατί κι εγώ ένα παραμύθι θα σας πω … Το προσωπικό μου παραμύθι, που μπορεί να μην έχει δράκους και κακούς αλλά έχει νεράιδα και τζίνι …
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, ήταν ένα κορίτσι που του άρεσε να διαβάζει … πολύ! Και επειδή ήταν μικρό και λιγάκι, μια σταλίτσα μη φανταστείτε! μοναχικό και πολύ μα πολύ ρομαντικό, όταν διάβαζε ταξίδευε, ερωτεύονταν, πονούσε, χαίρονταν … και όσο διάβαζε τόσο θαύμαζε αυτούς που έγραφαν …
Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι έγινε κοπέλα αλλά συνέχισε να διαβάζει … πολύ, αλλά τώρα πια της άρεσε να φτιάχνει και τις δικές της ιστορίες. Τις κρατούσε φυλαγμένες στην καρδιά και στο μυαλό της μέχρι που οι ιστορίες επαναστάτησαν! Ναι, καλά διαβάσατε! Είχαν μαζευτεί μέσα στο μυαλό της και απαιτώντας να ελευθερωθούν κήρυξαν επανάσταση.
Τι να έκανε και η κοπέλα, πήρε χαρτί και μολύβι -στην κυριολεξία μολύβι, από εκείνο το παλιό, το ξύλινο που γρατζουνά το χαρτί βγάζοντας εκείνον το υπέροχο ήχο που μας στέλνει στα μαθητικά μας χρόνια (μαζεύομαι γιατί ξέφυγα!) Πήρε λοιπόν χαρτί και μολύβι κι άρχισε να ελευθερώνει τις ιστορίες της από τα δεσμά τους .
Τώρα διάβαζε πολύ και έγραφε πολύ! Γέμιζε το συρτάρι της σελίδες με μολυβένιες λέξεις που όμως είχαν χρώμα και άρωμα και αισθήματα και άδειαζε το μυαλό της … και φαντάζονταν πως κάποια στιγμή θα μπορούσαν οι ιστορίες της να κρατούν συντροφιά σε άλλα κορίτσια, σε άλλες κοπέλες προκαλώντας τους αισθήματα και συναισθήματα …
Και τα χρόνια πέρασαν (τα σκασμένα δεν τα προλαβαίνεις) και το κορίτσι έγινε γυναίκα, και εργαζόμενη και σύζυγος και μητέρα (ναι, ακριβώς σαν τη Μαίρη Παναγιωταρά, της γνωστής οικογενείας, ξέρετε) και το όνειρο της έμεινε κλεισμένο μαζί με τις σελίδες με τις μολυβένιες λέξεις, σ’ εκείνο το ξεχασμένο συρτάρι του κομοδίνου και του μυαλού της.