Μέρος (ΙΙΙ); Όταν το παρόν συναντάει το παρελθόν.
«Μην με ξεχνάς», είχες ψελλίσει προτού να φύγεις, μα δεν υπολόγισες πως τελικά δεν ξεχνάς, αλλά αποδέχεσαι. Διότι δεν σε ξέχασα ούτε λεπτό και ας σε έθαβα βαθιά μέσα μου για να μην φύγεις, όπως έκανες εν τέλει. Τι κρίμα που οι αδικοχαμένοι έρωτες απόψε αιμορραγούν μαζί με το φεγγάρι και καθώς τα ήρεμα νερά της πισίνας αρχίζουν να σχηματίζουν ένα μικρό κύμα, με το απαλό αεράκι που άρχισε να φυσάει, θαρρώ πως ακούω τα βήματα σου να κατευθύνονται προς το μέρος που είχα αράξει. Το τσιγάρο δεν έφευγε λεπτό από το χέρι σου, σαν τον παλιό καλό καιρό. Τι κρίμα που μεγαλώσαμε, τελικά.
«Έχεις φωτιά;» θα με ρωτήσεις και τα μάτια μας θα πέσουν το ένα πάνω στο άλλο, λες και δεν κοιταχτήκαμε ποτέ μας ξανά κι έπειτα θα αφήσεις τον αναπτήρα σου στα χέρια μου, για να σου δώσω την φωτιά που αποζητάς. Και εγώ θα κάνω ν’ ανάψω τον αναπτήρα.
«Δεν θέλω αυτή την φωτιά», θα μείνω να σε κοιτάζω, εμφανώς αναστατωμένη με τα λογοπαίγνια σου που κάποτε φάνταζαν δικά μας. Κάποτε ο κόσμος ήταν φτιαγμένος από τους γρίφους μας και ήταν τόσο όμορφα και αρμονικά τα λόγια μεταξύ τους, που φτιάχναμε τέχνη και μόνο που κινούσαμε τα χείλη. Σαν μουσική από την φύση, σαν την βροχή. Μόνο που εγώ ήμουν η φωτιά και εσύ ήσουν το νερό. Και η φωτιά σβήνει όταν ακουμπήσει το νερό επάνω της.
«Άναψε το τσιγάρο μου με το μυαλό σου», το τσιγάρο θα πεταχτεί στην άλλη μεριά από την δική μας και τότε, τα χέρια μας θα ακουμπήσουν και πάλι ενώ ο αναπτήρας θα πέσει στο έδαφος, πλάι στο τσιγάρο.
https://www.wattpad.com/1467496855?utm_source=android&utm_medium=link&utm_content=share_published&wp_page=create_on_publish&wp_uname=Nanakon989