Μέρος Πρώτο:
Κρατιέμαι από ένα δοκάρι εκεί κοντά, οι σκουριασμένες αλυσίδες εφαρμόζουν τέλεια με τους αστραγάλους των ποδιών μου.Δεν προσπαθώ άλλο να ξεφύγω, έχω χάσει την ελπίδα, ψάχνω εκεί στα σκοτεινά ένα φως να με οδηγήσει ή τουλάχιστον...έψαχνα. Οι δυνάμεις μου έχουν εξασθενήσει, η ψυχή μου πολεμάει να φύγει από το σώμα μου, να με εγκαταλείψει όμως είναι σαν να με λυπάται και παραμένει, με ένα χτύπο καταλαβαίνω πως ζω, μόνο έτσι πλέον... Το μαύρο χόνδρινο υλικό αγκαλιάζει εγωιστικά τα πόδια και τα χέρια απαγορεύοντας μου να εκφράσω με την γλώσσα του σώματος όσα μου έχουν απομείνει. Η άκρη των δεσμών δεν έχει που να στεριώσει ψάχνει κάπου να με αιχμαλωτίσει , μα δεν μπορεί. Όμως εγώ προσφέρω απλόχερα τον κενό χώρο κοντά στο στήθος μου , πείθοντας έτσι τον εαυτό μου να να γίνει πάλι εθελοντής στην καταδίκη μου . Άφησα το υλικό να περάσει από μέσα μου γαντζώνοντας τον εσωτερικό μου κόσμο.....