«Ξέρεις μου είναι πολύ δύσκολο να κρατηθώ όταν πεινάω τόσο πολύ. Κι εσύ δεν διευκολύνεις καθόλου την κατάσταση μου, όταν έρχεσαι τόσο κοντά. Καλύτερα να κρατήσουμε αποστάσεις, πριν συμβεί κανένα ατύχημα» μου λέει.
Ανοίγω το στόμα μου για να την ρωτήσω τι ακριβώς εννοεί με τον όρο ατύχημα, αλλά τότε καταλαβαίνω.
«Γιατί δεν…τρως;» την ρωτάω.
«Την τελευταία φορά που τράφηκα με άνθρωπο δεν πήγε και τόσο καλά για εκείνον. Έχω ένα θέμα αυτοσυγκράτησης»
Ξεροκατάπια. Έκανα ένα ακόμα βήμα μακριά της.
«Μην φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε πειράξω. Ακόμα»
«Αυτή την στιγμή, πεινάς;»
«Όσο δεν φαντάζεσαι» αποκρίνεται και ένα πλατύ χαμόγελο αστράφτει στο πρόσωπο της.
Τα δόντια της είναι τόσο άσπρα. Οι κυνόδοντες της γυαλίζουν και φαίνονται τόσο κοφτεροί. Νιώθω τον φόβο να με κυριεύει.
«Μπορείς να ηρεμήσεις. Σου είπα πως δεν πρόκειται να σου κάνω κακό. Το τελευταίο πράγμα που θέλω αυτή την στιγμή, είναι να πιώ το αίμα σου» μου λέει και σηκώνεται από την θέση της.
Παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου που χτυπάει ξέφρενα. Νιώθω προσβεβλημένος από τα λόγια της.
«Τι στο καλό έχει δηλαδή το αίμα μου και το απεχθάνεσαι τόσο;»
Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα μου, προτού καλά καλά τα σκεφτώ και συνειδητοποιώ πόσο παράλογος ακούγομαι.
«Με προσκαλείς σε δείπνο;» μου λέει, αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτηση μου.
https://www.wattpad.com/story/91684724