Το τελευταίο πράγμα που είδε η "άτυχη" Γαρυφαλλιά ήταν βράχια, κύματα και ο δολοφόνος της να απομακρύνεται — το "άτυχη" εντός εισαγωγικών επειδή η ζωή μιας γυναίκας δε θα έπρεπε να εξαρτάται από την τύχη. Το τελευταίο πράγμα που ένιωσε ήταν πόνος. Τι σκεφτόταν, άραγε; Φοβόταν; Δε θα μάθουμε ποτέ, η οικογένειά της δε θα μπορέσει ποτέ να την αποχαιρετήσει, γιατί ήταν ακόμη μία προσθήκη στη λίστα με τις δολοφονημένες γυναίκες, που το τελευταίο πράγμα που είδαν στη ζωή τους ήταν αίμα, ένα όπλο, πέθαναν βλέποντας τα χέρια ενός τέρατος να τις πνίγουν ή να τις μαχαιρώνουν, και ύστερα να υποδύονται τους ανήξερους, τους αθώους ή να ισχυρίζονται πως "ήταν η κακιά η ώρα". Για ακόμη μία φορά, θα αναλυθεί το πώς θα μπορούσε ο γυναικοκτόνος να γλυτώσει ή να πάρει μικρότερη ποινή. Για ακόμη μία φορά, ο αριθμός των ακόλουθων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τού γυναικοκτόνου θα εκτοξευθεί. Για ακόμη μία φορά, κάποιοι θα κατηγορήσουν τη Γαρυφαλλιά, λέγοντας πως αυτή έφταιγε που δεν είδε τα σημάδια πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε ή που δεν έφυγε νωρίτερα — αυτά θα πουν στην καλύτερη, γιατί, στη χειρότερη, θα αρχίσουν να ατιμάζουν τη μνήμη της, όπως έκαναν και με την Καρολάιν, θα αρχίσουν να λένε πως αυτή οδήγησε τον γυναικοκτόνο στο σημείο να τη σκοτώσει. Για ακόμη μία φορά, κάθε πρωινή εκπομπή θα ξεκοκκαλίσει αυτόν τον φόνο — αυτή τη γυναικοκτονία. Για ακόμη μία φορά, θα ακούμε κάθε μέρα γι' αυτή τη γυναικοκτονία στις ειδήσεις ώστε τα κανάλια να προσελκύσουν περισσότερους θεατές για "αυτή την υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο", που όμως μετά από έναν χρόνο θα έχει ξεχαστεί, ανάμεσα σε όλες τις άλλες. Γιατί, για ακόμη μία φορά, ένας άνθρωπος —μία γυναίκα— δολοφονήθηκε με βάναυσο τρόπο, έχασε τη ζωή της —δε θα ξαναμιλήσει ποτέ, δε θα αισθανθεί ποτέ ξανά, ο κόσμος δε θα αντικρίσει ποτέ ξανά το χαμόγελό της, δε θα υπάρξει ποτέ ξανά— εξαιτίας ενός δειλού τέρατος που, ενώ θα μπορούσε να την έχει σώσει, αποφάσισε να την αφήσει να πνιγεί ώστε να μην μπλέξει. Πόσες ακόμη;