Τίτλος: Σακίδιο στο σκοτάδι
Δεν σε πήρα μαζί μου.
Δεν ήσουν παιδί – ήσουν σπίθα.
Άναβες τα χέρια τους να πέσουν επάνω μου,
το γέλιο σου ήταν σφυρί,
κι εγώ σπασμένο γυαλί στο πάτωμα.
Έβαζες τη φωτιά
και μετά έκλαιγες για τον καπνό.
Μ’ έδινες στα θηρία
κι εγώ έμαθα να μη φωνάζω.
Όταν ήρθε η ώρα,
νύχτα που μύριζε σκουριά και αίμα,
γέμισα ένα σακίδιο με κόκαλα κι ανάσες
κι έφυγα σαν κλέφτης από το σπίτι των φαντασμάτων.
Σε βρήκα στην πόρτα,
μικρό, παγωμένο, με μάτια καρφιά.
«Πάρε με», ψιθύρισες.
Κι εγώ με χείλη που δεν είχαν πια αίμα,
σου πέταξα λόγια σαν βόλια:
«Ζήσε ό,τι έζησα.
Πνίξου στο ίδιο φαρμάκι.
Μίσησέ με, ξέρεις πού σε γράφω.»
Έκλεισα την πόρτα.
Άφησα το παιδί που ήσουν να σαπίσει στον ίδιο κήπο,
να δει κι εκείνο τα δόντια που δάγκωναν εμένα.
Κι εγώ προχώρησα —
όχι στο φως,
αλλά σε μια άλλη νύχτα,
πιο σιωπηλή, πιο δική μου,
μαύρη σαν λύτρωση.