1. «Ο άντρας που έβαψε την ελευθερία κόκκινη.»

39 2 4
                                    

Πάντα μου άρεσε η ησυχία της νύχτας.

Οι θόρυβοι μειώνονταν από αργά το απόγευμα στην πόλη. Μαγαζιά κατέβαζαν τα ρολά, άνθρωποι περπατούσαν προς το σπίτι, με τα κεφάλια τους γεμάτα καινούργιες εικόνες και εμπειρίες απ’ τη μέρα. Συμπαθούσα ιδιαίτερα αυτούς που κοιτούσαν ψηλά, τον μεγάλο ήλιο που έδυε, βάφοντας τον ουρανό με απίστευτα θερμά χρώματα.

Περιοδικά, τον κοιτούσα κι εγώ• παρατηρούσα με τον ίδιο θαυμασμό της πρώτης φοράς να σκουραίνουν αργά τα χρώματα, να μπλέκονται σαν ερωτευμένα πνεύματα πίσω απ’ τις ογκώδεις, αγέρωχες πολυκατοικίες και να πέφτει η θερμοκρασία• όχι σε υπερβολικό βαθμό, ίσα ίσα να αναζωπυρώνει την οικεία, αρχέγονη επιθυμία να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον. Καμιά φορά αισθάνομαι, ακόμα κι εγώ σαν απελπισμένος ρομαντικός ποιητής, μάλλον...

Έπειτα η νύχτα ερχόταν. Έπιανα δουλειά όταν έκλειναν τα τελευταία μαγαζιά στη γύρα• όταν η απέραντη ησυχία ήταν τόσο έντονη, που μπορούσες να ακούσεις κάποιον να ουρλιάζει απ’ την άλλη άκρη της γης.
Οδηγούσα ανάμεσα απ’ τα πελώρια κτήρια και τους σκοτεινούς δρόμους, φωτισμένοι μόνο από τις λευκές λάμπες του δήμου. Μετά από τόσες ώρες στο τίποτα, είχες την εντύπωση ότι οδηγούσες σε ένα ατέρμονο τούνελ, εξόριστος απ'την πραγματικότητα. Οι δρόμοι ήταν απελπιστικά κενοί εκείνες τις ώρες, μα πάντοτε κάποιος άνθρωπος με έβρισκε.

Για την ακρίβεια, δεν μου έλειψε η δουλειά ούτε μια νύχτα. 

Πελάτες επιβιβάζονταν και αποβιβάζονταν στο όχημά μου. Οι περισσότεροι δεν μιλούσαν• έμπαιναν ήσυχα, έκλειναν την πόρτα, μου έλεγαν τον προορισμό τους και αδιαφορούσαν για το οτιδήποτε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, χωρίς να μιλούν, χωρίς να νοιάζονται, χωρίς καν να με κοιτάζουν. Τους παρατηρούσα σιωπηλά απ'τον καθρέφτη, με την ελπίδα να δω έστω και κάποιον μορφασμό ή αντίδραση, όμως μάταια. Ήταν μοναχικά μερικές φορές, πρέπει να το παραδεχτώ. Το χέρι μου πήγαινε σχεδόν μόνο του στο διακόπτη για το ραδιόφωνο. Ούτε η μουσική τους επηρέαζε απ’ το απαθές στάδιό τους.

Υπήρχαν όμως κάποιοι που μου μιλούσαν. Αυτοί ήταν οι πιο σημαντικοί και οι πιο ωραίοι στο να τους παρατηρείς. Όταν η μοναξιά σε κατατρώει για χρόνια, ενεργοποιείται μια έκτη αίσθηση της πρόγνωσης. Αυτή η αίσθηση σε βοηθά να καταλαβαίνεις από νωρίς πράγματα για την ψυχή κάποιου, πριν προλάβει να πει αρκετά. Διαισθάνεσαι τον πόνο. Την λύπη. Τα βαθιά μυστικά τους, τις χαμένες ελπίδες τους, τα σκουριασμένα όνειρά τους, τους λειψούς χαρακτήρες τους.

Η Κούρσα Where stories live. Discover now