Η τρίτη κλήση που δέχτηκα ερχόταν απ'την άκρη μιας αισθητά οικείας πόλης. Σιγά σιγά, οι πολυκατοικίες μίκρυναν, τα φώτα λιγόστεψαν, ο δρόμος έγινε πιο στενός όσο πλησίαζα στην αφετηρία. Πολλές απ'τις λάμπες του δήμου δεν δούλευαν, τρεμόσβηναν κι έσκαγαν με θόρυβο, κάνοντας τη διαδρομή να μοιάζει σαν σκηνικό από κάποιο θρίλερ. Ένα ενημερωτικό φυλλάδιο πέρασε μπροστά απ'το παρμπρίζ, παραδομένο στο νυχτερινό αεράκι -μια είδηση για κάποιον διάσημο διασκεδαστή που έπεσε στην αναμέτρηση με ένα ζώο κι ένα κορίτσι στις φλόγες- όταν την είδα.Μια γυναίκα περίμενε μόνη της κάτω από τη χλωμή λάμπα. Συνήθως δεν τα προσέχω αυτά, μα ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσω την εμφάνισή της, πρώτα απ'όλα.
Στεκόταν ακίνητη και άκαμπτη στα ψηλά της παπούτσια, πολύ λιτά ντυμένη, μόνο με έναν κορσέ, μια φούστα και μια μικρή τσάντα, χωρίς κάποιο πανωφόρι να καλύπτει τους γυμνούς ώμους της. Σταμάτησα ακριβώς μπροστά της και έκανε δύο ασταθή βήματα μέχρι την πόρτα• τα τακούνια της πρέπει να ήταν τρομερά άβολα, ίσως της άφηναν πληγές.
Το βλέμμα της παγωμένο και αδιάφορο. Μοιράστηκε τη διεύθυνση με χαμηλή φωνή, χωρίς να με κοιτάζει. Μα δεν κοιτούσε πουθενά στην πραγματικότητα. Παρέμειναν θολά τα μάτια της, ακόμα κι όταν αφήσαμε πίσω μας τη φτωχογειτονιά, για να πάμε στον προορισμό της. Δεν θα της λείψει τούτη η γειτονιά...
Πάτησα το κουμπί για το ραδιόφωνο όταν η ησυχία μας τύλιξε και το άφησα στη χαμηλή ένταση, για να μην την ενοχλήσω απ'το ληθαργικό στάδιό της. Ω, κι είχε ωραίο τραγούδι. What A Wonderful World του Louis Armstrong. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μοναδική φορά που μπήκε αυτός ο θαυμαστός καλλιτέχνης στο ταξί μου...
«Δεν θα με ρωτήσεις...;»
Άκουσα ξαφνικά την απαλή φωνή της, κάπου χωμένη μέσα στην μελωδία του τραγουδιού. Ώ, μόλις είχε κάνει το τραγούδι αυτό ακόμη πιο όμορφο. Ήρθε απο πίσω, τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν την άκουσα, όμως η χροιά της κρύβει μια παγερή διστακτικότητα.
«Τί πράγμα...;»
«Για...τη δουλειά μου.» αποκρίθηκε και σιώπησε, ίσως μετρούσε τα λόγια της ένα-ένα σαν πολύτιμα πετράδια. «Αλλά είναι προφανές, νομίζω. Ελαφρά ντυμένη, προορισμός κάποιο ξενοδοχείο, χωρίς καμία βαλίτσα...είναι εύκολο να το συμπεράνει κανείς.»
Τί λυπημένη φωνή...έμοιαζε με τη δική μου.
«Λυπάμαι, αν σας ενόχλησε η σιωπή μου. Προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν διακριτικός... όμως αναρωτιόμουν για το πόσο άβολα είναι αυτά τα παπούτσια που φοράτε. Χωρίς να θέλω να φανώ περίεργος...»
BẠN ĐANG ĐỌC
Η Κούρσα
Tâm linhΈνας οδηγός ταξί κάνει τη συνηθισμένη, νυχτερινή του βάρδια στους δρόμους της σκοτεινής πόλης. Ένας ντροπιασμένος άντρας, ένα μικρό κορίτσι και μια γυναίκα με προορισμό κάποιο ραγισμένο ξενοδοχείο, ο καθένας με τις δικές του σκέψεις, όνειρα και επιθ...