πρόλογος

53 12 12
                                    

"Μερικές φορές ξυπνάς από ένα όνειρο. Και μερικές φορές, κάπου κάπου, ξυπνάς μέσα σε ένα όνειρο."

Η καταρρακτώδης βροχή μαστίγωνε ανελέητα το σκούρο ξύλο των φέρετρών τους, ο παγωμένος αέρας παράσερνε το καθετί που έβρισκε στον διάβα του μαζί και τα δάκρυα μου.
Άρχισαν να τους θάβουν...

Μετά...σκοτάδι. Ένα σκοτάδι τόσο βαθύ που μπορείς να χαθείς αιώνια. Μέχρι που κάπου μακριά μια φλόγα σαν από κερί άρχισε να τρεμοπαίζει, σαν να προσπαθεί να σου δείξει τον δρόμο. Να το πλησιάσεις, να έρθεις κοντά της και να την κρατήσεις στις παλάμες σου κι να σε "λούσει" με την ζεστασιά της.

Όσο περισσότερο το πλησίαζα τόσο περισσότερο ένιωθα το σώμα μου να μουδιάζει, να αναριγεί.

Ένιωθα εξαντλημένη λες και περπατούσα αιώνες, αλλά δεν ήθελα να σταματήσω τώρα που ήμουν τόσο κοντά...

Έφτασα.
Έμεινα να κοιτάζω έκπληκτη το πιο ωραίο Ρόδο που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου.

Ένα κατάμαυρο Ρόδο με άγρια κάτασπρα φύλλα σαν το χιόνι. Έσκυψα και το σήκωσα από το έδαφος με αποτέλεσμα τα αγκάθια του να διαπεράσουν την σάρκα μου...έκανα μια έκφραση πόνου αλλά δεν το άφησα. Το βαθύ σκοτάδι  εξαφανίστηκε καθώς μια σταγόνα αίματος γλίστρησε αργά από το δάχτυλο μου και ύστερα έπεσε στο έδαφος.

Ο ήχος αυτής της μικρής σταγόνας που συγκρούστηκε με το κρύο σκληρό έδαφος έκανε να αντηχεί μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Προκαλώντας ρίγη να διαπεράσουν την ραχοκοκαλιά μου. Τα πάντα φωτίστηκαν απότομα, τα δάκρυα μου έτρεχαν ανεξέλεγκτα στα μάγουλα μου καθώς μπροστά μου διαδραματίζονταν ένα μακελειό.

Πτώματα παντού. Το αίμα των οποίων άρχισε να ενώνεται και να δημιουργεί ρυάκια που κυλούσαν προς μια μόνο κατεύθυνση, εμένα...

Το ουρλιαχτό μου έσπασε την σιωπή καθώς ένας διαπεραστικός πόνος με έσκισε στα δύο, έπεσα κάτω αγκομαχώντας, σπαρταρώντας για οξυγόνο.

" Τρέξε κόρη του Ρόδου, τρέξε , τρέξε και σώσε την ζωή σου , η μείνε και πέθανε..."

Σηκώθηκα απότομα με την αναπνοή μου κομμένη και τη φράση αυτή να συνεχίζει να αντηχεί στα αυτιά μου. Ήμουν ιδρωμένη, τα σεντόνια ήταν τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό μου δημιουργώντας μια θηλιά πνίγοντας με. Ελευθερώθηκα και προσπάθησα να ηρεμήσω καθώς αντιλήφθηκα πως έκλαιγα.
Ένας άψυχος αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη μου καθώς σκούπιζα τα μάτια μου. Ήταν σκοτεινά έξω και ο ρυθμικός ήχος της βροχής έσπασε την απόκοσμη σιγή του δωματίου.

Έπεσα πίσω στα μαξιλάρια και κοίταξα το ταβάνι.
Ο ίδιος εφιάλτης για άλλη μια φορά,  δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο που τον έβλεπα, κυρίως εκείνη η φωνή. Στην θύμηση της  αναρίγησα. Ήταν απόκοσμη και σκληρή.

Το χτύπημα του κινητού μου με έβγαλε από τις σκέψεις μου.... Ή ζωή με καλούσε . Σχολίασα από μέσα μου κοροϊδευτικά καθώς φανταζόμουν ποιος ήταν. Πήρα το κινητό και κοίταξα το μήνυμα της Σάρα.
"Σήκω από το κρεβάτι ντύσου και σε μισή ώρα βγες έξω. Αρκετά έμεινες κλεισμένη στο σπίτι ."
Υ.Γ
* "πάμε στο καινούριο κλαμπ που άνοιξε πρόσφατα ,φόρεσε κάτι ωραίο φιλιά .;)"

Αναστέναξα βαριά και χαμογέλασα αχνά με το μήνυμα της. Πάντα έπαιρνε πρωτοβουλίες ως συνήθως χωρίς να με ρωτάει. Καταλαβαίνω όμως το γιατί, έχουν περάσει τρείς μήνες από τον θάνατο των παππούδων μου και μου είναι δύσκολο ακόμα να αρχίσω να βγαίνω, ξέρει ότι ήταν μια δυσκολη περίοδος για εμένα και ήταν πάντα δίπλα μου, ώστε να μην νιώθω μόνη. Σας

Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να αποτρέψω την θύμηση κάποιας θλιβερής ανάμνησης. Της έστειλα ένα κοφτό "μάλιστα κυρία" ξέροντας ότι θα γελούσε και σηκώθηκα από το κρεβάτι να ετοιμαστώ .

Destiny حيث تعيش القصص. اكتشف الآن