Έτσι άρχισαν όλα

97 25 2
                                    

Ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, από εκείνα του Αυγούστου που κανείς θα ήθελε να απολαμβάνει καθισμένος κάτω την δροσερή σκιά ενός δέντρου, διαβάζοντας ενα βιβλίο ή απολαμβανοντας την ηρεμία της θάλασσας βλέποντας τον αφρό να δημιουργείται από το κύμα που σκάει πάνω στην άμμο. Μια απελπισμένη φωνή για βοήθεια ακουγόταν μέσα από το δασάκι στην πίσω πλευρά του χωριού. Κανεις για ώρα δεν είχε φανεί, κανείς δεν πήγαινε να δει από που προερχόταν αυτή η γυναικεία φωνή, κανείς δεν είχε αναρωτηθεί τι μπορεί να είχε συμβεί. Λίγες ώρες αργότερα και με την ένταση στην φωνή της να μειώνεται, ήξερε πως το να περιμένει βοήθεια ίσως ήταν και ακατόρθωτο. Αν την είχε ακούσει κάποιος θα είχε έρθει. Έχοντας αρχίσει να χάνει τις ελπίδες της και πιστεύοντας ότι θα περάσει όλο της το βράδυ εκεί, η κοπέλα σταμάτησε να προσπαθεί. Έμεινε για λίγο σιωπηλή, μέχρι που άρχισε να ακούει ήχους σαν κάποιος να πλησιάζει, ομως φοβισμένη μήπως δεν είναι τελικά άνθρωπος και όλο αυτό είναι απλά στην φαντασία της, περιμένε μήπως ακουσει φωνές. Λίγα λεπτά αργότερα μέσα στα δέντρα άρχισε να διακρίνει μια ανδρική φιγούρα και τότε άρχισε ξανά να βρίσκει την φωνή της και να ζητά βοήθεια με όσο φωνή της είχε απομείνει. Εκείνος ακουγοντας την έτρεξε προς το μέρος της αντικριζοντας μια κοπέλα δεμένη στον κορμο ενός δέντρου. Φωτίζονται το πρόσωπο της με τον φακό που είχε στην τσέπη του αντίκρισε μια πανέμορφη γυναίκα, που αμέσως αναρωτήθηκε πως βρέθηκε εκεί και σε αυτή την κατάσταση.
Δίχως να θέλει να σπαταλήσει χρόνο, έβγαλε το μαχαίρι που είχε μαζί του και έκοψε το σχοινί από τα πόδια της και έπειτα από το ταλαιοωρημενο της κορμι. Αμεσως εκείνη έπεσε πάνω του κλαίγοντας και λέγοντας διαρκώς την ίδια λέξη...Ευχαριστώ...

Μερικά λεπτά αργότερα και καθισμένοι πλέον οι δυο τους, στην άμμο, λίγο παραπέρα από το δασάκι, στην παραλία που είχε έξω από το χωριό, της αποκρίνεται λεγοντας της 《 Είμαι ο Μάρκος...》. Εκείνη προσπαθώντας ακόμη να ηρεμήσει, καταλαβε πως δεν είχε ρωτήσει τον σωτηρα της, να μαθει το όνομα του. Νιώθοντας μια τεράστια τροπη να την κατακλύζει του απάντησε 《 Σε ευχαριστώ πολύ και πάλι... Είμαι η Μελίνα》. Τότε εκείνος γεμάτος περιέργεια αλλα και ενδιαφερον για το όμορφο αυτό κορίτσι που εσωσε, βρήκε το θάρρος να την ρωτήσει 《 Με συγχωρείς, και με όλο το θάρρος αλλά πως κατέληξες να βρίσκεσαι δεμένη;》εκείνη τον κοίταξε για λίγο, σκεπτόμενη αν πρέπει να του μιλήσει και να τον εμπιστευτεί, έναν άγνωστο ομως και σωτήρα στα μάτια της, ώσπου τελικά του απάντησε αποφασισμένη να ανοιχτεί 《 Με εδεσε μετά τον θάνατο της μητέρας μου ο θετος αδερφός μου 》...《 Δεν είμαι απο αυτά τα μέρη εδώ κοντά, είχα σκοπό να προσπαθήσω να βρω τον πατέρα μου 》συνεχισε εκείνη αρκετά διστακτικά. Ο Μάρκος γεμάτος ερωτήσεις την διέκοψε θέλοντας να μάθει κάτι βασικότερο από την ιστορία της κοπέλας. 《 Που θα περάσεις την νύχτα;》Εκεινη σιώπησε ξαφνικά, ενώ εκείνος συνέχισε 《 Έλα μαζί μου, στο σπίτι μου που θα έχεις ένα κρεβάτι να κοιμηθείς για απόψε και αύριο βλέπουμε》. Η Μελίνα αρκετά ταραγμένη ακόμη αλλά και μη έχοντας άλλη επιλογή δέχτηκε την πρόταση του.

Έτσι Ξαφνικά Where stories live. Discover now