Το Δέντρο

44 18 0
                                    

Η Μελίνα, μια νεαρή κοπέλα με καταγωγή από ένα παραθαλάσσιο χωριό της Κρήτης, ζούσε μόνη με την μητέρα της για χρόνια. Ο πατέρας της, στρατιωτικός, αφοσιωμένος στην πατρίδα, τόσο που έγινε προτεραιότητα του παραμένοντας την οικογένεια που είχε φτιάξει, ταξιδευε από περιοχή σε περιοχή της Ελλάδας ή όπου αλλού ήταν απαραίτητο. Η μητέρα της δεν μπορούσε να ακολουθήσει την ζωή αυτή έχοντας την μικρή, έτσι αποφάσισαν να πάρουν χωριστούς δρόμους χωρίς βέβαια ποτε να είναι ξεχασμένες μάνα και κόρη από εκείνον. Τις επισκεπτόταν στην αρχή οσο πιο συχνά μπορούσε, έπειτα οι επισκέψεις μειώθηκαν και μειωνόταν οσο περνούσαν τα χρόνια. Ετσι όσο μεγάλωνε η κόρη και μαζί με αυτή και το κενό μέσα της από την έλλειψη της πατρικής φιγούρας, η μητέρα της αποφάσισε να παντρευτεί ξανά με έναν αρκετά μεγαλύτερο της κύριο, με τον οποίο ειδε αρχίσει να έρχεται κοντά. Πιστευε πως το κενό μεσα στην κόρη της θα μπορούσε να καλυφθεί αν είχε μια πατρική φιγούρα. Δεν ηξερε ομως, πως για εκεινη πάντοτε θα υπήρχε το κενό και πως την θέση του πατέρα της δεν θα την έπαιρνε κανεις άλλος, κανένας δεν θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει ποτε οσο καλός " πατέρας" και αν ήταν.

Η όμορφη Μυρτώ, η μητέρα της, ήταν η δασκάλα του σχολείου του χωριού που ζούσαν. Ηταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, που πήρε στα χέρια της την ζωή της αλλα και την ζωή της κόρης της και με το θάρρος και την προσπάθεια της επέλεξε να την μεγαλώσει μόνη της, στον τόπο από όπου καταγόταν. Με τον πρώτο της σύζυγο και πατέρα του παιδιού της γνωρίστηκαν εκει, στην Κρήτη σε ένα από τα ταξίδια του. Στην αρχή τον ερωτεύθηκε και επέλεξε να τον ακολουθήσει μετά τον γάμο τους. Οι δυο τους πήγαν σε διάφορες περιοχές όπου έμεναν εκει αρκετούς μήνες. Όταν όμως ήρθε το παιδί τους, ηθελε μια πιο σταθερή ζωή για εκεινο. Επέστρεψαν στην Κρήτη, στις ρίζες της, όπου έμειναν για 7 χρόνια, ομως δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο, δεν μπορούσε να ζήσει με την απουσία του συζύγου της άλλο πια. Ετσι οι χωριστοι δρόμοι ήταν η μόνη αδιεξοδος για τους δυο τους, η κοινή τους ζωή είχε σταματήσει από τον ερχομό της κόρης τους. Εκεινος ομως, παρά τους χωριστούς τους δρόμους κάθε μήνα τους έστελνε ενα ποσο για να τις βοηθήσει, παρόλο που εκεινη δεν ηθελε τίποτε, ηθελε να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. Κράτησε όλα όσα είχε στείλει για την κόρη της, βάζοντας τα κάτω από μια ξύλινη σανιδα στο πάτωμα, κάτω από μεγάλο ξύλινο κρεβάτι της.

Όταν η Μυρτώ γνώρισε τον Στράτο, τον επόμενο της σύζυγο, η κόρη της είχε φτάσει στα 17. Αφορμή για την γνωριμία αυτή στάθηκε η δουλειά της, ο Στρατος ήταν πατέρας ενός μαθητή της, και αν και είχαν αρκετά χρόνια διαφορα ήξεραν και οι δυο πως ειχαν βρει τον κατάλληλο άνθρωπο για να φτιάξουν εκ νέου την ζωή τους. Εκεινος ζούσε μόνος μεγαλώνοντας δυο παιδιά, δυο αγόρια και έχοντας χάσει την γυναίκα του αρκετά χρόνια πριν δεν ηξετε αν ηθελε να συνεχίσει την ζωή του με κάποια άλλη γυναίκα. Και τότε ήρθε στην ζωή του η Μυρτώ. Οι δυο γιοι του, ο Μανώλης και ο Σωτήρης ήταν ότι σημαντικότερο είχε στην ζωή του και ο ίδιος έκανε τα πάντα για να τους μεγαλώσει δίχως να τους λείψει τίποτα. Ειχε τον φούρνο του χωριού, ήταν ένας βιοπαλαιστης που τίποτα στην ζωή δεν του είχε χαριστει και προσπάθησε να διδάξει το ίδιο και στα παιδιά του.

Έτσι Ξαφνικά Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon