08

11 3 0
                                    

Έμεινα εκεί για λίγο, κάτω από το μεγάλο δέντρο, χαζεύοντας την ανοδική πορεία του ήλιου που ήταν συνοδευόμενη από τα πιο λαμπερά και υπέροχα χρώματα που έχεις δει ποτέ σου.
Το πορτοκαλί έγινε σταδιακά κόκκινο της φωτιάς και απλώθηκε ολόγυρα. Έπειτα, το ροζ άρχισε να ξεπροβάλλει και τα τύλιξε και τα δύο στην αγκαλιά του κάνοντας τα να εξασθενίσουν.

Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα που το τραγούδι του δεν είχε τρυπώσει κρυφά στο δωμάτιο μου γεμίζοντας την διψασμένη ψυχή μου. Σχεδόν την ξέχασα την μελωδία.
Βρήκα άλλα πράγματα να κάνω, να μπορέσω να απασχοληθώ με κάτι διαφορετικό, να την αποβάλλω από μέσα μου, όμως ήταν αδύνατον..

Είχα μια παράξενη έλξη με το τραγούδι. Μια έλξη που ήταν άτρωτη, μια πρωτόγνωρη εμμονή ίσως.

Την όγδοη νύχτα, μετά την τελευταία συνάντησή μας, αποφάσισε να κάνει ξανά την εμφάνιση του, μόνο που αυτή την φορά η πηγή του ήχου ξεχυνόταν με μεγαλύτερη φόρα στο πολυαγαπημένο δωμάτιό μου.
Τεντώθηκα έξω από το παράθυρο μου για να μπορέσω να κοιτάξω από που προερχόταν ο ήχος.

Είδα μια φιγούρα καθισμένη στην ακρογιαλιά, έκανα να την ακουμπήσω με τα ακροδάχτυλα, χαμογέλασα.

Σιγανό-τραγουδούσα καθώς έβγαινα από την κρυφή μου έξοδο, το παράθυρο μου.
Η χαρά μου φούντωνε ολοένα και περισσότερο καθώς έτρεχα πάνω στην άμμο για να τον φτάσω.

Είχα λαχανιάσει, αλλά δεν με ένοιαζε. Όλα μου έμοιαζαν μελιστάλακτα.

Τελικά πλησίασα αρκετά και έκοψα το ρυθμό μου. Μόλις λίγα βήματα μακρυά,  περπατούσα αργά παρατηρώντας τον.
Αυτή την φορά, αφού ένιωσε την παρουσία μου δεν έπαψε να τραγουδάει, συνέχισε.

Χαμήλωσα και έκατσα απέναντι του.
Μόνο τότε σταμάτησε για λίγο και με κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. 

Άπλωσα τα γεμάτα χέρια μου.
《 το τζάκετ σου》 είπα και χαμογέλασα γλυκά, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη μου.

Εκείνος γύρισε να δει την κιθάρα του, άρχισε να την κουρδίζει, αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
《Κράτα το, έχει ψυχρά απόψε 》 είπε γρήγορα, με μια ανάσα.

Έγνεψα καταφατικά και το φόρεσα.
Δεν πρόλαβα να κάνω και τίποτα άλλο.
Σηκώθηκε απότομα και γύρισε την πλάτη του περπατώντας πάνω στην αμμουδιά.

Για μια στιγμή στάθηκε
《 Έρχεσαι; 》 είπε.
《Ναι》 αποφάνθηκα μα δεν ήξερα στα αλήθεια σε ποια μονοπάτια βάδιζε. Παρόλα αυτά ήμουν πρόθυμη να τον ακολουθήσω.

Όταν έφυγες.Where stories live. Discover now