09

12 2 1
                                    

《Πως μπόρεσες να ξεχάσεις;》μου φάνηκε λες και είχε πει.

Ξαφνιάστηκα.
《Ορίστε;》λέω

《 το τραγούδι μου. Σε ακούω που το σιγανό τραγουδάς αλλά ο ρυθμός δεν πάει έτσι》 με διόρθωσε καθώς άρχισε να τραγουδάει σιγανά μα σταθερά.

Μείναμε εκεί, να κοιτάζουμε τα όμορφα πυροτεχνήματα αποχαιρετώντας την γλύκα του καλοκαιριού. Σύντομα ήταν φθινόπωρο.

Μια φωνή στο βάθος διέκοψε τις σκέψεις μου.

《 αυτό το σημάδι στο χέρι σου, τι είναι; 》 ρώτησε και τα σκοτεινά του μάτια φωτίστηκαν καθώς είδα την περιέργειά του να ξεπροβάλει για πρώτη φορά.

Γύρισα να κοιτάξω το χέρι μου. Λίγο πιο πάνω από τον λεπτό μου καρπό υπήρχε ένα σημάδι, έμοιαζε με έγκαυμα.

《 Δεν θυμάμαι. Το έχω αρκετό καιρό όμως.》

Με πλησίασε αρκετά ώστε να νιώθω την ανάσα του πάνω στο σώμα μου, όμως το μόνο που έκανε ήταν να τυλίξει με τα δύο του χέρια το δικό μου. Το πήρε κοντά του και το παρατηρούσε. Αν έπρεπε να διαλέξω μονάχα μια λέξη, θλίψη θα ήταν. Από όλα τα συναισθήματα του κόσμου μόνο τη θλίψη μπορούσα να ξεχωρίσω στο πρόσωπό του.
Με τον αντίχειρα του ακούμπησε απαλά την επουλωμένη μου πληγή και την διέσχισε, ίσως και να την εξερευνούσε, δεν ξέρω να πω με σιγουριά.

Έπειτα, σήκωσε το βλέμμα του για να συναντήσει τα μάτια μου. Του είχα χαμογελάσει γιατί δεν ήξερα. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν, τότε. 

Άφησε το χέρι μου προσεκτικά, σαν να ήταν από πορσελάνη και γύρισε μπροστά του.
Σώπασε πάλι. Σκέπασε τα συναισθήματα του με ένα μαύρο πανί και τα χείλη του σχημάτισαν μια ευθεία γραμμή.

Τα βλέφαρα μου είχανε αρχίσει να βαραίνουν και το κεφάλι μου ασήκωτο, έγειρε στον ώμο του. Εκείνος τραντάχτηκε γιατί δεν το περίμενε, όμως είμαι σχεδόν σίγουρη ότι δεν με είχε αφήσει να τον αγγίξω.

Η μνήμη μου δεν κατάφερε να συγκρατήσει τίποτα άλλο από εκείνη την νύχτα, αν και μέχρι και σήμερα κλείνω τα μάτια μου και τον βλέπω να κάθεται σε αυτό το παγκάκι, δίπλα μου. Τα μαλλιά του ελαφρώς μπλεγμένα αναμεταξύ τους, τα χείλη του είχαν μια δροσιά και τα μάτια του πιο σκούρα κι από άβυσσο, μα στοιχηματίζω στην ζωή μου πως ακόμα και τα αστέρια τον ζήλευαν, αφού έλαμπε πιο πολύ κι από κείνα. 

Ξημέρωσε.
Άλλο ένα ξημέρωμα που εκείνος εξαφανίστηκε στην μέση της νύχτας.  Υποθέτω δεν του άρεσαν οι χαιρετούρες.

Έτσι γινόταν κάθε φορά, εκείνος εξαφανιζόταν και το φως της ημέρας με έβρισκε μόνη, σκεπασμένη με ένα μαύρο τζάκετ.

Όταν έφυγες.Where stories live. Discover now