ΣΤΡΑΤΟΣ

391 14 3
                                    

Άναψε την λάμπα πετρελαίου, έριξε πάνω της το χοντρό της σάλι και βγήκε να ανταμώσει το Λάμπρο στην αυλή. Αιώνες του φαινόταν να περνάνε κάθε φορά που έπρεπε να μείνει μακριά από τη Λενιώ του για καλό δικό της. Η Δρόσω αναγνώριζε πόση στήριξη χρειαζόταν και ο ίδιος και φρόντιζε να του το δείχνει συχνά. "Έτσι βγήκες έξω; Θα πουντιάσεις!", αναφώνησε όταν τον είδε μόνο με το σακάκι του. Κάθισε δίπλα του και άνοιξε το σάλι της καλύτερα για να καλύψει και τη δική του πλάτη. Παρά το αχνό φως της λάμπας, ήταν ξεκάθαρα βουρκωμένος και καταβεβλημένος.

"Εντάξει;", τη ρώτησε.

"Εντάξει... Τι εντάξει δηλαδή...", αναστέναξε η κοπέλα με το βλέμμα στον ουρανό.

"Σ' ευχαριστώ, Δρόσω" της είπε με ευγνωμοσύνη. "Αν δεν ήσουν εδώ τώρα, δεν έχω ιδέα πώς θα τα κατάφερνα..."

"Τίποτα δεν έκανα Λάμπρο, και μην το ξαναπείς... Αν ήξερες μόνο πόσες φορές έχει αποδιώξει η Ελένη τους δικούς μου εφιάλτες, τη δική μου πίκρα, το δικό μου θυμό επειδή μεγάλωνα χωρίς μάνα. Ευχόμουν να μην χρειαστεί ποτέ να της το ξεπληρώσω έτσι, αλλά να..."

"Τι θα γίνει, Δρόσω;", αναρωτήθηκε ο Λάμπρος, λες και εκείνη ήξερε την απάντηση. "Πόσο θα τραβήξει, άραγε, όλο αυτό; Πότε θα ξαναχαμογελάσει η Ελένη πραγματικά;". Κάθε του λέξη γεμάτη παράπονο και απελπισία.

"Πάντως εγώ, όταν δοκιμάζει τις πίτες μου, μια χαρά χαμογελαστή τη βλέπω", είπε τάχα ανέμελα και αυτάρεσκα η Δρόσω, σε μια προσπάθεια να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. Είχε βαρύνει το κλίμα αρκετά, το χρειάζονταν και οι δύο.

"Ε και πώς θα γίνει", αποκρίθηκε ο Λάμπρος, τάχα σοβαρός, "μπουκωμένη με τυρόπιτες θα την έχουμε όλη την ώρα;"

Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε για δυο στιγμές στα πρόσωπα τους και έμειναν για λίγο αμίλητοι. Μάλλον σχημάτισαν και οι δύο την ίδια εικόνα στο μυαλό τους, τη στιγμιαία ευτυχία της Λενιώς τους. Γρήγορα, όμως, η εικόνα αυτή εξανεμίστηκε.

"Λάμπρο," στράφηκε ξανά στο μέρος του η Δρόσω, "μην χάνεις το κουράγιο σου. Ξέρουμε και οι δυο μας καλά ποια είναι η Ελένη. Και όποιος προσπάθησε να την αλλάξει, να την τσαλαπατήσει, ίσως της έχει κάνει μεγάλη ζημιά, αλλά ολοκληρωτική καταστροφή δεν πρόλαβε να φέρει. Και είναι τόσο, τόσο τυχερή που σε έχει, πίστεψε το..."

"Θέλω να την βοηθήσω, Δρόσω, μα τι να κάνω; Νιώθω ανήμπορος... Δεν μου μιλάει, δεν με εμπιστεύεται πια..."

"Λάμπρο, το βλέπεις, η Ελένη ακόμα ντρέπεται..."

"Εμένα;", την έκοψε αγανακτισμένος. "Μα για όνομα του Θεού!"

"Πρώτα απ' όλα ντρέπεται τον ίδιο της τον εαυτό, Λάμπρο, που υπέμεινε ό,τι υπέμεινε. Μη θυμώνεις, σε παρακαλώ, ούτε με τον εαυτό σου ούτε με κείνη. Η Ελένη μπορεί να βγήκε από τη φυλακή, αλλά το κελί είναι ακόμα μέσα της. Τα τραύματα και οι φόβοι της είναι ακόμα οι δεσμοφύλακες της. Φοβάται την επόμενη μέρα, φοβάται το χωριό, φοβάται τι θα κάνεις αν σου μιλήσει. Και τους τείχους αυτού του κελιού, Λάμπρο, μόνο εσύ μπορείς να τους γκρεμίσεις. Αυτούς του δεσμοφύλακες μόνο εσύ θα τους αφοπλίσεις. Συνέχισε να της χαρίζεις την αγάπη σου, το γεμάτο κατανόηση βλέμμα σου, τη στοργική αγκαλιά σου και όλα θα γίνουν. Δεν θα ναι εύκολο, αλλά θα τα καταφέρετε..."

"Θα τα καταφέρουμε, Δρόσω, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε. Δεν θα γίνουν πολλά αν παλεύω μόνος. Εσύ, η Ασημίνα, ο Φανούρης... όλους σας χρειαζόμαστε για συμμάχους."

"Καλά τα λες... Στρατός θα γίνουμε για την Ελένη, τείχος θα σηκώσουμε γύρω της, δε θα την αγγίξει κανείς και τίποτα. Να 'σαι σίγουρος. Στο λέω εγώ, και γω Σταμίρη είμαι."

Κοιτάχτηκαν με αποφασιστικότητα και μια δόση αισιοδοξίας, με μια βουβή υπόσχεση να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για την Ελένη.

"Αν μείνουμε, όμως, λίγο ακόμα εδώ," ξεκίνησε κάπως περιπαιχτικά η Δρόσω, "αύριο κάποια θα χει γερό κρύωμα και κάποιος θα σκουντουφλάει στην έδρα από τη νύστα."

Σηκώθηκαν και οι δύο με τις καρδιές κάπως πιο ξαλαφρωμένες μετά την κουβέντα τους. Καληνυχτίστηκαν και χωρίστηκαν στα δωμάτια τους. Ο Λάμπρος στάθηκε και το βλέμμα του χάιδεψε κάθε πιθαμή του κορμιού της Ελένης. Αυτή η γυναίκα θα γινόταν κάποια μέρα νύφη στο πλευρό του, κι ας γκρεμιζόταν ο κόσμος όλος. Μέχρι τότε, ξάπλωσε ξανά να κοιμηθεί άκρη άκρη στο κρεβάτι, καθώς ο αγώνας που προηγούνταν απαιτούσε δυνάμεις και μεγάλες αντοχές...

ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣWhere stories live. Discover now