Εκείνο το βράδυ, η Λενιώ, ο Λάμπρος και η Δρόσω απολάμβαναν μερικά κομμάτια από την πίτα που είχε ετοιμάσει νωρίτερα η κοπέλα. Μετά το τραγούδι, οι πίτες ήταν το δεύτερο μεγάλο ταλέντο της κοπέλας, και το αξιοποιούσε με κάθε ευκαιρία. Τόσα χρόνια στην Τρούμπα, η Δρόσω είχε κοντέψει να ξεχάσει και η ίδια ότι τα χέρια της μπορούσαν να κάνουν θαύματα ακόμη και με λιγοστά υλικά. Επιπλέον, η Δρόσω ήξερε την αδυναμία της αδερφής της στις λιχουδιές της. Την πρώτη φορά που ξαναδοκίμασε γαλατόπιτα απ' τα χεράκια της, λίγες μέρες μετά την επιστροφή τους στο Διαφάνι, η Ελένη βούρκωσε από ευτυχία. Αν, λοιπόν, αυτό ήταν το όπλο της Δρόσως για να μαλακώσει η πονεμένη καρδιά της αδερφής της, θα το εκμεταλλευόταν στο μέγιστο. Αυτό, καθώς και η γλυκιά μελωδική φωνή της όταν τραγουδούσε, το ένιωθε ότι λειτουργούσαν σαν βάλσαμο στις πληγές της Λενιώς.
Η Δρόσω τους καληνύχτισε και το ζευγάρι έμεινε μόνο. Κάθισαν για ώρα αγκαλιά, αμίλητοι. Με αυτήν την αγκαλιά συνομιλούσαν οι καρδιές τους, έπαιρναν δύναμη η μία από την άλλη και τα λόγια ήταν περιττά. "Πάω για ύπνο", είπε η Λενιώ κάποια στιγμή και σηκώθηκε, ζητώντας, έτσι, απ' το Λάμπρο, χρόνο, για ακόμα ένα βράδυ. "Σ' αγαπώ", της αποκρίθηκε εκείνος, φιλώντας απαλά το χέρι της. Όταν αργότερα μπήκε στο δωμάτιο, η Ελένη ήδη κοιμόταν. Στάθηκε και το βλέμμα του έπεσε πάνω της όλο στοργή. Πόσο όμορφη και γαλήνια του φαινόταν! Ποθούσε να ξαπλώσει στο πλευρό της, να χαϊδέψει το πρόσωπο της, να αγκαλιάσει το κορμί της... Παρ' όλα αυτά συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε να την τρομάξει και να χαλάσει την εικόνα αυτή σε καμία περίπτωση. Άφησε ένα φιλί στις άκρες των μαλλιών της και ξάπλωσε, όπως κάθε βράδυ, στην άλλη άκρη του κρεβατιού.
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα απ' όταν τον είχε πάρει ο ύπνος, και ο Λάμπρος διαισθάνθηκε την ανάσα της Λενιώς να αλλάζει. Ακουγόταν πιο βαριά, πιο κομμένη. "Μη!", την άκουσε να παραμιλάει και κατάλαβε πως πάλι εφιάλτης την ταλαιπωρούσε. Ανασηκώθηκε. "Λενιώ μου... Έι, Λενάκι..." είπε με απαλό τόνο, απλώνοντας το χέρι να την χαϊδέψει για να την ηρεμήσει, αλλά το κεφάλι της τινάχτηκε απότομα από την άλλη πλευρά. "Άσε με..." παραμιλούσε ξέπνοη, βγάζοντας μικρούς λυγμούς, "μη.. μη μ' ακουμπάς...". Παράλληλα, ο Λάμπρος είδε τα χέρια της να σχηματίζουν ορθές γωνίες δίπλα στο κεφάλι της, θαρρείς και κάποιος τα κρατούσε αιχμάλωτα εκεί, και τα πόδια της να ανοίγουν ελαφρώς. Το θέαμα τον σόκαρε. Δεν ήθελε να διανοηθεί ποτέ ότι κάποιος ελεεινός είχε τολμήσει να... Όποτε πήγαινε να του περάσει τέτοια ιδέα απ' το μυαλό, αναριγούσε ολόκληρος και την απόδιωχνε. Ένιωσε να ξεχειλίζει θυμό και αηδία, αλλά δεν τα άφησε να υπερνικήσουν. "Λενιώ μου, Λενιώ μου ξύπνα!", είπε τώρα πιο αποφασιστικά, σχεδόν φωνάζοντας, ενώ την τράνταζε από τους ώμους. "ΟΧΙ!", πετάχτηκε η Ελένη τότε πάνω, ξεσπώντας σε κλάμα και ο Λάμπρος την αγκάλιασε προστατευτικά. "Σώπα, κορίτσι μου, σώπα...". Εκείνη, παραδομένη ακόμα στη δίνη του εφιάλτη της, πάλευε να απαγκιστρωθεί από τα χέρια του. "Μη μ' αγγίζεις!", τσίριξε και τον έσπρωξε μακριά της με όση δύναμη είχε.
Αναπόφευκτα, οι φωνές τους ξύπνησαν τη Δρόσω, η οποία κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε, για ακόμα μια φορά. Έτρεξε στο δωμάτιο της αδερφής της και βρήκε την Ελένη να τρέμει, να κλαίει με αναφιλητά, με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια της και το Λάμπρο ανίκανο να αντιδράσει. "Ησύχασε, Λενάκι μου", της είπε και την έπιασε τρυφερά απ' τους ώμους, "Εμείς είμαστε εδώ." Στράφηκε προς το Λάμπρο. "Φέρ' της λίγο νερό να ηρεμήσει". Το έφερε εκείνος και έπειτα συνεννοήθηκαν με τα μάτια πως η ανδρική παρουσία εκείνη τη στιγμή δεν βοηθούσε. Βγήκε και έκατσε στο πρώτο σκαλί της αυλής μέχρι να καταλαγιάσει η αντάρα της Λενιώς και η δική του. Μες την σιγαλιά της νύχτας, οι λυγμοί της ακούγονταν ως έξω και του ματώναν την καρδιά.
Η Δρόσω έβαλε το ποτήρι με το νερό στα χείλη της Ελένης και τη βοήθησε να πιει δυο γουλιές. Ύστερα, έριξε λίγο στο χέρι της και της σκούπισε το πρόσωπο. Ήταν χλωμή και τα μάτια της κατακόκκινα. "Εφιάλτης ήταν και πέρασε, αδερφούλα μου. Σσσσσσς, ηρέμησε...". Την έκλεισε στην αγκαλιά της και είδε πως η αναπνοή της έβρισκε σιγά σιγά το ρυθμό της. Τράβηξε η Δρόσω κοντά την μάλλινη κουβέρτα και σκέπασε καλά την πλάτη της αδερφής της για να νιώθει ζεστασιά. "Θες να σου πω το νανούρισμα της μάνας;", τη ρώτησε και ένιωσε το κεφάλι της να κουνιέται καταφατικά. Άρχισε να τραγουδά σιγανά, κουνώντας την Ελένη ελαφρά πέρα δώθε, σαν μωρό παιδί, ώσπου εκείνη χαλάρωσε τελείως. "Έλα, Λενιώ μου, ξάπλωσε", της ψιθύρισε και την έσπρωξε μαλακά προς το μαξιλάρι της. Έμεινε πλάι της να της κρατά το χέρι, μέχρι που τα μάτια της σφάλισαν καλά. Έπειτα, βγήκε απ' το δωμάτιο στις μύτες των ποδιών, αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα.
KAMU SEDANG MEMBACA
ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ
Fiksi PenggemarΛίγο μετά την αποφυλάκιση της, η Ελένη παλεύει να επιστρέψει στην παλιά της ζωή. Κάτι που θα καταφέρει μόνο με τους σωστούς ανθρώπους στο πλευρό της...