Αμφιβάλλω αν κάποιος από εμάς κατάφερε να κοιμηθεί η έστω να περιμένει την αυγή με ήρεμο και καθαρό μυαλό. Ακόμα και ο μεγάλος αδερφός, ο οποίος μας έδωσε την εντολή να αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας για να ανακτήσουμε πλήρως τις δυνάμεις μας, δεν μπόρεσε να βρει γαλήνη. Παρέμεινε ξάγρυπνος με τους φόβους, τις θεωρίες του και τις ενοχές του να τον στοιχειώνουν σε κάθε βήμα. Το έβλεπα στα μάτια του, εκείνο το σκούρο πέπλο που τα κάλυπτε και του υπενθύμιζε πως ένα προστατευόμενο μέλος, ένα κομμάτι της οικογένειας μας χάθηκε και δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Το αναγνώριζα γιατί όλοι μας το κουβαλούσαμε. Από το μυαλό μου πέρασε αρκετές φορές η σκέψη να κατέβω στην είσοδο και να του κρατήσω λίγη συντροφιά. Θα συζητούσαμε λίγο παραπάνω όσα είχαν προηγηθεί και μαζί θα φτάναμε σε ένα εύλογο συμπέρασμα, που θα μας πρόσφερε κουράγιο και δύναμη να προχωρήσουμε μπροστά την μέρα που σιγά – σιγά ξημέρωνε. Αλίμονο. Γνώριζα πολύ καλά τον Ντάε και κάτι τέτοιο δεν θα το τολμούσα ποτέ. Ήταν ήσυχος άνθρωπος και παρά το νεαρό της ηλικίας του πολύ συγκρατημένος. Όταν εγώ είχα περάσει τις πύλες της Σχολής για πρώτη φορά, εκείνος ήδη αποτελούσε το καμάρι της. Ήταν το λαμπρό μέλλον και ίσως ο επόμενος μέγας δάσκαλος και άρχοντας αν επέλεγε να παραμείνει μετά την αποφοίτησή του, όπως και έκανε δηλαδή. Δεν έχω καμία ανάμνηση δική του όπου να φωνάζει και να τιμωρεί τους μικρότερους ή να τους χλευάζει. Μας συμπεριφερόταν ως ίσους και φρόντιζε για να γίνουμε καλύτεροι των προσδοκιών μας. Μα τώρα δεν ήταν απλά ένας μεγαλύτερος εκπαιδευόμενος. Ήταν υπεύθυνος, κατείχε θέση παρόμοια με εκείνη των δασκάλων και η στάση του απέναντί μας ήταν ανάλογη. Ποτέ δεν θα τολμούσα να τον αντιμετωπίσω σαν ίσο.
Η αυγή μας βρήκε όλους μαζεμένους έξω από το κτήριο με τα λιγοστά μας πράγματα και αναμέναμε καθώς ο Ντάε και ο Ντονγκ Τσα μιλούσαν με τον πανδοχέα περί οικονομικών. Παράμερά τους, στεκόμασταν ο Λου και εγώ απορροφημένοι σε μια συζήτηση τόσο για τη διαδρομή που θα διανύσουμε αλλά και για κάτι πιο ευχάριστο όπως ο δροσερός καιρός που αποτελούσε μια ευχάριστη νότα καθώς ο χειμώνας εκείνου του έτους μας είχε συνηθίσει σε άγριους βοριάδες και βίαιες θύελλες. Ήταν ιδιαίτερα αξιοπερίεργο πως η περιφέρεια αυτή αν και σχεδόν πλάι πλάι με τις Βόρειες περιοχές, είχε τόσο ήπιο κλίμα. Ευχαριστήσαμε τους θεούς για αυτή τη μικρή ευλογία. Το ταξίδι μας θα ήταν πιο υποφερτό και δεν θα μας εξαντλούσε εφόσον δεν θα αντιμετωπίζαμε το μένος της φύσης.
«Είχαμε συμφωνήσει δύο ασημένιες, πράγματι» η γρασαρισμένη φωνή του μεσήλικα πίσω από τον πάγκο έφτασε στα αυτιά μας και κατάφερε να κερδίσει τη προσοχή μας. Ένα ζευγάρι μας προσπέρασε και πλησίασε τους αδερφούς. Βημάτισαν στο πλάι μέχρι να εξυπηρετηθούν ώστε να συνεχίσουν έπειτα τη φιλική αντιπαράθεση με τον άνδρα.
«Όπως σας είπα, η συμφωνία έγινε για δύο χελώνες. Σε αυτό συμπεριλαμβανόταν η τιμή του φαγητού, τα δωμάτια, η ένδυση και οι υπηρεσίες του...καθαρισμού» η ματιά του έπεσε στα δίδυμα, οι οποίοι είχαν περάσει ένα ικανοποιητικό μέρος της νύχτας απασχολώντας από μία κοπέλα για να τους πλύνει με καυτό νερό και διάφορα αρωματικά έλαια. Η ενόχλησή μου ήταν φανερή και το ίδιο μπορούσα να διακρίνω στο βλέμμα του Λου ο οποίος απλά κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
Ο πανδοχέας σηκώθηκε από το σκαμπό του, στρώνοντας τα ρούχα του προσεχτικά και ισιώνοντας τα γένια του. Έκανε ένα νόημα σε ένα παλικάρι και αυτό έσπευσε να οδηγήσει το ζευγάρι στα εσωτερικά τραπέζια. «Αλλά ένα από τα καμάρια σας» έτεινε το χέρι του και μας έδειξε. Κοίταξα τον Λου και εκείνος εμένα με την ίδια απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, «φρόντισε όχι μόνο να διαταράξει την ησυχία των υπολοίπων μέσα στην άγρια νύχτα, αλλά και να προκαλέσει φθορές στη σκεπή!» ο άνδρας βγήκε προς τα έξω και ο Ντάε τον ακολούθησε ρίχνοντας μου μια κοφτή ματιά. Ο Ντονγκ Τσα από την άλλη ήρθε προς το μέρος μας και κοντοστάθηκε δίπλα μου. Αισθανόμουν τον εκνευρισμό του και θαύμαζα την ικανότητά του να τον τιθασεύει με μεγάλη επιτυχία. Ο Λου κάτι του ψιθύρισε και κατάφερε να του προκαλέσει ένα κοφτό γελάκι. Εγώ, από την άλλη, ούτε όρεξη για γέλια είχα ούτε να εκνευριστώ μπορούσα. Ήθελα να ανοίξει η γη και να χαθώ στην πατρίδα των δαιμόνων μια και καλή. «Κοιτάχτε, κοιτάχτε!» ο άνδρας τραβούσε τον Ντάε από το μπράτσο και φώναζε απεγνωσμένα και σπαρακτικά. «Σπασμένα και διαλυμένα κεραμίδια! Δεν έχει περάσει μισό κύκλος από την ημέρα που τα επισκεύασα και σε ένα βράδυ μου το ρημάξατε! Έδωσα ολόκληρη μου τη περιουσία, περιουσία που έφτιαξα με μόχθο για να χτίσω τούτο το μαγαζί και δεν θα το γκρεμίσει ένα παιδαρέλι! Όχι λοιπόν, δάσκαλε» η τελευταία του φράση ήταν ποτισμένη με ειρωνεία και ο τόνος της φωνής του όλο και μεγάλωνε με αποτέλεσμα πολλοί περαστικοί να σταματούν και να χαζεύουν το θέαμα «δεν θα δεχτώ λιγότερα από δέκα ασημένιες χελώνες!» σταύρωσε τα χέρια του στο φουσκωμένο στήθος. Ο Ντάε δεν μίλησε ενώ ο Ντονγκ Τσα απλά τον κοιτούσε αποσβολωμένος.
«Δέκα ασημένιες χελώνες;!» ρώτησε έντονα «Αυτό είναι κλεψιά! Για τρία δωμάτια που έχουν φαγωθεί από ζουζούνια, παγωμένο φαγητό που ούτε ένας σκύλος δεν θα ανεχόταν να φάει και μια ραγισμένη γωνιά;!» φυσικά ο αδελφός Γιαν Φει δεν φημιζόταν για τον ήρεμο χαρακτήρα του. Φυσικά, ήταν έτοιμος να ορμήσει στον άνδρα σαν σωστό λυσσασμένο σκυλί. Έτρεξα να σώσω την κατάσταση παρά τις αντιρρήσεις του Λου και του Ντονγκ Τσα. Πράγματι, οι δέκα χελώνες αποτελούσαν ένα υπερβολικό ποσό. Σχεδόν πέντε χιλιάδες νομίσματα, ποσό που αμφιβάλλω αν κανείς μας θα μάζευε σε μια ολόκληρη ζωή.
«Μισό λεπτό, μισό λεπτό παρακαλώ» στάθηκα μπροστά από τον Ντάε και τον πανδοχέα. Υποκλίθηκα βαθιά και με το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος. «Φοβάμαι πως εγώ είμαι η αιτία για την ζημιά στα κεραμίδια και φυσικά για τη φασαρία» δεν έσπασα τη στάση μου. Η καρδιά μου είχε πλημυρίσει από ενοχές και δεν ήμουν ευτυχισμένος για την τροπή που είχε πάρει το θέμα. Η αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί ακόμα και αν δεχόμουν τις κατάρες όλου του κόσμου «Λυπάμαι πάρα πολύ» τον κοίταξα γρήγορα. Τα σκληρά του χαρακτηριστικά δεν φάνηκαν να χαλαρώνουν οπότε προχώρησα στο επόμενο βήμα. Γονατίζοντας και προσκυνώντας τον, ξεκίνησα ένα μικρό παραλήρημα ικετεύοντας για κατανόηση.
Μπορούσα εύκολα να ακούσω τόσο τα πνιχτά γέλια του Ντονγκ Τσα όσο και τους ψιθύρους του κόσμου που περνούσε από το σημείο. Δεν σταμάτησα.
«Ε-εντάξει, εντάξει» η τραυλή φωνή του προηγουμένως οργισμένου άνδρα, έφτασε στα αυτιά μου και σύντομα ο ίδιος προσπαθούσε να με σηκώσει από το έδαφος. «Σε παρακαλώ παλικάρι μου. Δεν υπάρχει τώρα λόγος για τέτοια σκηνή» άρχισε να με χτυπά φιλικά στη πλάτη και γελούσε, ντροπιασμένος καθώς ακουγόταν.
«Εσείς τα νέα παιδιά όλο τρελά κόλπα είστε. Σίγουρα θα ήθελες να εντυπωσιάσεις κάποια κοπελίτσα. Ε, θα ήταν δύσκολη κάπως και μόχθησες λίγο περισσότερο από όσο υπολόγιζες. Αν ξέρω εγώ από τέτοιες! Παντρεύτηκα μία και μετά από τέσσερις δεκαετίες συνεχίζει να με τυραννά. Δεν πειράζει. Σήκω τώρα παιδί μου» οι προσπάθειες του να με ξεκολλήσει ήταν αξιέπαινες, σχεδόν μου μελάνιασε τα πλευρά από το γράπωμά του.
«Γου-Σι, αρκετά» το απαλό χάδι του Ντάε στη πλάτη μου ήταν βάλσαμο σε σχέση με τις απελπισμένες κινήσεις του πανδοχέα. Σηκώθηκα και έσκυψα το κεφάλι μου προς τον άνδρα
«Θα σας αποζημιώσουμε πλήρως» συνέχισα.
«Δεν υπάρχει λόγος» με σταμάτησε και τον είδα πως περισσότερο κοιτούσε τον Μεγάλο Αδελφό παρά εμένα «Ατυχήματα συμβαίνουν και δεν χρειάζεται να χαλάμε τις καλές σχέσεις» ίσιωσε τον κορμό του φουσκώνοντας το στήθος του «Δύο ασημένιες χελώνες όπως ακριβώς είχαμε συμφωνήσει» άπλωσε το χέρι του και περίμενε τη πληρωμή. Εγώ έφυγα κατευθείαν και επέστρεψα στο πλάι του Λου ο οποίος με παίνεψε για τη γρήγορη σκέψη μου και την εκπληκτική μου παράσταση. Ο αδερφός Ντονγκ Τσα δεν είχε ακόμα ηρεμήσει από τα γέλια και ενώ πήγε να με συγχαρεί ξέσπασε σε δυνατούς ήχους που έμοιαζαν περισσότερο με κράξιμο πουλιού παρά με γέλωτα.
«Τα εννοούσα» διαμαρτυρήθηκα λίγο και γελάσαμε όλοι μας ώσπου μας πλησίασε ο Ντάε.
«Εφόσον το θέατρο τελείωσε» χαμήλωσα το βλέμμα καθώς ο αυστηρός τόνος προοριζόταν για εμένα. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε δίχως περαιτέρω καθυστερήσεις. Έχετε πάρει ό,τι χρειάζεστε; Μην ξεχνάτε πως έχουμε δρόμο μπροστά μας και θα επιστρέψουμε εδώ μόνο όταν θα έχουν όλα τελειώσει» μας κοίταξε ακόμα μια φορά Όλοι συμφωνήσαμε με ένα νεύμα «Πολύ όμορφα. Να έχετε στο μυαλό σας πως ο φαρμακοποιός είναι ήσυχος άνθρωπος και για αυτό έχει επιλέξει να ζει μακριά από την βοή της πόλης. Δεν έχει ανάγκη από άσκοπες ταραχές. Κρατήστε, λοιπόν, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς σας για τον εαυτό σας. Η συνάντηση αυτή θα δώσει κάποιες απαντήσεις και ίσως ένα νοητό μονοπάτι για τον στόχο μας. Τους μύθους και τις ιστορίες φαντασμάτων του παρελθόντος γνωρίζουν καλύτερα οι ηλικιωμένοι» το οποίο εν ολίγοις σήμαινε πως την επαφή θα την έκανε αποκλειστικά εκείνος και εμείς απλά είτε θα περιμέναμε έξω από την οικία η θα στεκόμαστε σαν διακοσμητικά από δίπλα του. Αν όντως αυτός ο άνθρωπος ήταν η τόσο σημαντική πηγή του Ντάε, και η γνώση του ήταν τόση, είχαμε όλοι δικαίωμα να εκφράσουμε τις απορίες μας και γιατί όχι να συζητήσουμε το μυστήριο που κρυβόταν πίσω από το Βουνό. Το βλέμμα μου έτρεξε πέρα από τα τείχη της πόλης και πάνω στις τρεις κορυφές. Άγριες και κοφτερές σαν παλούκια, τρυπούσαν τον ουρανό, με τα ολόλευκα σύννεφα να τις περιτριγυρίζουν και να κρύβουν την πληγή αυτή. Πόσες ακάθαρτες ψυχές περιπλανιούνταν;
«Έρχεσαι;!» ο Λου και οι υπόλοιποι είχαν ήδη προχωρήσει παραπέρα και έτρεξα να τους προφτάσω.
Με τον Ντάε οδηγό βρεθήκαμε έξω από το σπίτι του φαρμακοποιού έπειτα από μισή ώρα περπάτημα. Ήταν ένα μικρό οικόπεδο, περιφραγμένο με πέτρινο φράχτη και από μέσα ξεπετάγονταν κάθε λογής δέντρα και μπουμπούκια. Ο Μεγάλος Αδερφός χτύπησε τη ξύλινη πόρτα πέντε φορές και ευθύς άνοιξε, με έναν γεράκο να μας περιμένει ακριβώς από πίσω. Ήταν πιο κοντός και από τον ευλογημένο Πο, αδύνατος και χλωμός με μπόλικη γκρίζα γενειάδα γύρω από το πρόσωπό του. Παχιά μάλλινη κουβέρτα είχε τυλίξει τους ώμους του ενώ στεκόταν όρθιος με ένα μπαστουνάκι. Τον χαιρετήσαμε όλοι και αυτός χασκογέλασε κάτω από τα μουστάκια του.
Μας οδήγησε στο σπίτι του, ένας μικρός χώρος που ίσα χωρούσαμε οι μισοί. Μας παρότρυνε όμως όλους, σιωπηλά και με ένα νεύμα, να καθίσουμε, ενώ ο ίδιος στάθηκε πίσω από ένα μπρούτζινο τραπεζάκι και βολεύτηκε σε ένα αφράτο μαξιλάρι. Ο Ντάε τον χαιρέτησε ενώνοντας τις γροθιές του.
«Σας ευχαριστούμε πολύ για την αποδοχή της συνάντησης αυτής» μίλησε στη τοπική διάλεκτο και ο ηλικιωμένος άνδρας φάνηκε να το χαίρεται. Το χαμόγελό του έγινε πλατύ και αποκάλυψε κάποια από τα κιτρινισμένα του δόντια.
«Η χαρά είναι δική μου. Σπάνια έχουμε τόσο εξαίρετους καλεσμένους, νεαρέ Δάσκαλε, και με τόσο ευγενικούς σκοπούς» άναψε τη πίπα που βρισκόταν ακουμπισμένη στο τραπέζι και ρούφηξε τον καπνό με ευχαρίστηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. «Λοιπόν, σε τι θα μπορούσα να βρεθώ χρήσιμος; Ο καλός μου φίλος Ζι Γιον μου είπε μονάχα πως έχετε κάποιες ερωτήσεις για το Βουνό».
Ο Ντάε έγνεψε καταφατικά «Μάλιστα. Είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε τόσο μακριά από την πατρίδα μας. Είναι καιρός να μπει ένα τέλος στον όλεθρο και τον πανικό που σπέρνει ό,τι κατοικεί εκεί μέσα».
Ο γέρος έξυσε ελαφρά το πιγούνι του καθώς άκουγε τα λόγια του Ντάε «Ένας ευγενής σκοπός που μονάχα οι Πολεμιστές της Σχολής σας θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας. Είναι τιμή τόσο της πόλης μας όσο και ολόκληρης της Περιφέρειας να κάνει πιο εύκολο το ταξίδι σας. Μα και πάλι, δεν καταλαβαίνω σε τί θα μπορούσα εγώ να φανώ χρήσιμος» έκανε μια παύση και γέλασε παιδιάστικα «πέρα από το να σας προμηθεύσω με κάθε λογής γιατροσόφια και ροφήματα».
«Θα ήταν μεγάλη βοήθεια!» ο αδερφός Πάι Λα δεν φάνηκε να συγκρατεί τον εαυτό του καθώς και τον ενθουσιασμό του. Τον κοιτάξαμε όλοι και ευθύς υποκλίθηκε μπροστά από τον γέροντα «Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας στον ποταμό Μπάο Λαν, η Εσωτερική Ενέργεια όλων μας εξασθένησε με απίστευτα γοργούς ρυθμούς» ξεροκατάπιε και πήρε μια βαθιά ανάσα «Χάσαμε, έναν αδερφό, εξαιτίας του μένους του Θεού. Αν μπορείτε να μας προσφέρετε τη βοήθειά σας. Το ταξίδι είναι όπως πολύ σωστά είπατε για έναν ευγενή σκοπό, αλλά στο τέλος δεν θα καταφέρουμε τίποτα αν παραμείνουμε έτσι αδύναμοι» υποκλίθηκε ξανά με αυτή τη φορά το μέτωπό του να χτυπά στο σκληρό δάπεδο.
«Αρκετά» του μίλησε σιγανά ο αδερφός Ντάε και του χάιδεψε τη πλάτη στοργικά. «Είμαστε όλοι εξουθενωμένοι τόσο από τις συγκυρίες όσο και από το ταξίδι. Πράγματι, οποιαδήποτε αλοιφή ή και ροφήματα ακόμα θα ήταν πέρα για πέρα αρκετά».
Ο φαρμακοποιός αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος «Για να μπορέσετε να αντιμετωπίσετε το σκοτάδι του Σένγκαο θα χρειαστεί να μάθετε τον θρύλο που τον περικλείει και που για γενιές ολόκληρες οι παππούδες εξιστορούσαν στα εγγόνια τους» πήρε μια ανάσα και στάθηκε μπροστά από όλους μας ξεκινώντας την διήγηση του.
YOU ARE READING
Η Κατάρα του Σένγκαο
HorrorΣτις κορυφές της περιφέρειας Γουνάν, εδώ και αρκετά χρόνια, εξαφανίζονται δεκάδες ψυχές που τολμάνε να τις εξερευνήσουν με τελευταίο χαμό εκείνον ενός μοναχού. Το μυστήριο καλούνται να λύσουν οι μαθητές της Σχολής Γουασιέν με οδηγούς σε αυτή την...