Όπου και να κοιτούσαμε τριγύρω επικρατούσε ξηρασία. Τα χορτάρια διαλύονταν όπως τα ρυζόχαρτα κάτω από τα πόδια μας, ενώ ακόμα και το χώμα ήταν νεκρό – στεγνό και γεμάτο σκουλήκια που τρέφονταν από τα απομεινάρια του οποιουδήποτε σαπισμένου φυτού. Δεν ήταν δα και μεγάλη έκπληξη όταν είχαμε εισχωρήσει μέσα στο αποπνικτικό δάσος. Χιλιάδες κορμοί γέρικων δένδρων απλώνονταν απειλητικά με τα κλαδιά τους να μας απειλούν σε κάθε απρόσεχτο και βιαστικό βήμα ενώ άλλα σκαρφάλωναν ως τα ουράνια εμποδίζοντας ακόμα και το λιγοστό φως που θα μπορούσε να μας προσφέρει η Σελήνη με το χλωμό κορμί της. Ακόμα, η θερμοκρασία είχε φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθιστώντας με τη σειρά της το ταξίδι ακόμα πιο απαιτητικό. Οι ρόμπες μας δεν ήταν αρκετές για να μας κρατήσουν ζεστούς ενώ δεν μας επιτρεπόταν από τον ίδιο τον χρόνο να σταθούμε και να βράσουμε μερικά βότανα για να τονώσουμε τον οργανισμό μας. Έπρεπε λοιπόν να παλέψουμε με τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε σφίγγοντας τα δόντια. Η Σχολή μας εκπαίδευε για ακραίες συνθήκες και την αντιμετώπισή τους μονάχα με την συγκέντρωση. Πολλές φορές μάλιστα, περνούσαμε βράδια ολόκληρα στον χιονιά ή στις καταιγίδες, έξω από τα δωμάτιά μας με τους Δασκάλους να μας παρατηρούν από την ασφάλεια των καμάρων τους. Εξασκούσαμε την υπομονή και την Εσωτερική μας Ενέργεια, έλεγαν, ώστε να αντιμετωπίζουμε με επιτυχία τις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Κανένα ταξίδι δεν θα ήταν απόλυτα ασφαλές. Ανά πάσα στιγμή έπρεπε να ήμαστε προετοιμασμένοι για ακραίες καταστάσεις.
Φυσικά, υπήρχαν παράπονα από μεριάς των αδερφών και για να είμαι ειλικρινής και για μένα θα ήταν πιο συνετό να περάσουμε το βράδυ χαμένοι στον ύπνο μας. Η ενέργειά μας θα ανανεωνόταν και οι αντοχές μας θα αυξάνονταν. Παρακολουθούσα τον μεγάλο αδερφό και με πόσο σίγουρο βήμα προχωρούσε μπροστά μας, βράχος σωστός που δεν τον διέλυε κανείς. Λίγο πιο πέρα, η Σουί Λιάν συνέχιζε να μας καθοδηγεί.
«Με όλο τον σεβασμό αλλά,» ακούστηκε η φωνή του Τάι, εξουθενωμένη και κομμένη ανάμεσα από απεγνωσμένες ανάσες «δεν νομίζω πως μπορώ να προχωρήσω» γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε. Ο Σιάο Γουέι έτρεξε προς το μέρος του και του πρόσφερε λίγο δροσερό νερό για να τον αναζωογονήσει μα εκείνος τον έσπρωξε μακριά του.
«Είναι δυνατόν να κρατάς κακία σε μία τέτοια στιγμή;» τον μάλωσα και έκανα νόημα στον Γουέι να προσπαθήσει ακόμα μία φορά. Ήξερα πόσο πεισματάρης ήταν ο Τάι και πως ποτέ δεν θα συγχωρούσε τους Σιάο για τα δηλητηριώδη λόγια που έφτυναν όσον αφορά τον συγχωρεμένο Πο, μα έπρεπε να δεχτεί τούτη τη βοήθεια. Επέμεινα, το ίδιο και ο Γουέι. Χωρίς επιτυχία. Ο Τάι συνέχιζε να τον απομακρύνει, παρόλο που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. «Μην είσαι ανόητος. Θα αφυδατωθείς» συνέχισα να τον παρακινώ αλλά δεν έπαιρνε από λόγια.
«Μεγάλε Αδερφέ, μια μόνο στάση» παρακάλεσε ο Λου και κοιτάξαμε τον Ντάε.
YOU ARE READING
Η Κατάρα του Σένγκαο
HorrorΣτις κορυφές της περιφέρειας Γουνάν, εδώ και αρκετά χρόνια, εξαφανίζονται δεκάδες ψυχές που τολμάνε να τις εξερευνήσουν με τελευταίο χαμό εκείνον ενός μοναχού. Το μυστήριο καλούνται να λύσουν οι μαθητές της Σχολής Γουασιέν με οδηγούς σε αυτή την...