Μα εσύ πονάς και δεν μιλάς

485 7 12
                                    

Κυριακή 21 Ιουλίου 2002

Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που η Βασιλική ήταν πλέον παντρεμένη γυναίκα, μια ιδιότητα που δυσκολευόταν να συνηθίσει. Αν και ήταν μικρή σε ηλικία, ποτέ δεν την τρόμαζε η ιδέα του γάμου, ούτε ήταν κατά του θεσμού. Θεωρούσε πως όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή και ο κατάλληλος άνθρωπος, ο γάμος της θα ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της.

Καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις περί καταλληλότητας δεν ίσχυσε στη δική της περίπτωση. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και τόσο αναπάντεχα, που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ότι είχε παντρευτεί τον Στεφανή Σταματάκη, έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν είχε καμία αλληλεπίδραση μέχρι τον προηγούμενο μήνα. Αν και δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να τον παντρευτεί, ο Στεφανής της είχε φανεί ένας εντάξει άνθρωπος. Μπορεί να μην ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά οι θείοι της τον συμπαθούσαν και αυτό της ήταν αρκετό για να τον εμπιστευτεί και να θεωρήσει πως θα ήταν ένας καλός σύζυγος. Εξάλλου, οτιδήποτε έκανε η ίδια, το έκανε για να ικανοποιήσει τους ανθρώπους που την μεγάλωσαν και που την φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια που είχε μείνει ορφανή.

Ο Στεφανής, όμως, είχε δείξει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο από τη στιγμή που έγιναν και επίσημα σύζυγοι. Το χαμόγελο με το οποίο την κοιτούσε ως συνήθως πριν την πολυαναμενόμενη τελετή, εξαφανίστηκε. Την θέση του πήρε μια έκφραση αγανάκτησης και εκνευρισμού κάθε φορά που χρειαζόταν να της απευθύνει τον λόγο. Η Βασιλική δεν θα παραπονιόταν αν οι αντιδράσεις του απέναντί της είχαν περιοριστεί μόνο στις εκφράσεις του.

Κάθε μέρα που επέστρεφε στο σπίτι και είχε νεύρα εξαιτίας μιας κακής συνεννόησης με πελάτη, ξεσπούσε πάνω της. Την υποτιμούσε, την έβριζε και είχε την απαίτηση να καθυστερεί τις δικές της δουλειές στο σπίτι τους για να εξυπηρετεί εκείνον. Η Βασιλική θα έλεγε ψέματα αν παραδεχόταν πως δεν την πλήγωνε αυτή η συμπεριφορά. Μπορεί να μην ήταν η γυναίκα που ο Στεφανής ονειρευόταν (το ίδιο ίσχυε και για την ίδια, μιας και άλλος ήταν ο άνδρας που ονειρευόταν να παντρευτεί), αλλά δεν άξιζε τέτοια αντιμετώπιση. Ήταν συνεχώς πρόσχαρη και προσπαθούσε να γνωρίσει καλύτερα τον άνδρα της, τον άνδρα που θα περνούσε μαζί του το υπόλοιπο της ζωής της.

Σήμερα, όμως, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Μετά από μια έντονη λογομαχία ανάμεσά τους, ο Στεφανής της ανακοίνωσε πως δεν επρόκειτο να περάσει το βράδυ στο σπίτι τους καθώς δεν μπορούσε να την αντικρίσει. Μόλις η Βασιλική αντέδρασε, αισθανόμενη προσβεβλημένη και μόνο στην ιδέα ότι ο άνδρας της θα κοιμόταν οπουδήποτε αλλού πέρα από το σπιτικό τους, ο τελευταίος την άρπαξε σφιχτά από το μπράτσο και το γεμάτο μίσος βλέμμα του την έκανε να πιστέψει πως ήταν ικανός να την χτυπήσει. Για καλή της τύχη, τη στιγμή εκείνη χτύπησε το κουδούνι και αμέσως απομακρύνθηκε από κοντά της, ώστε να ανοίξει την πόρτα. Εκεί βρισκόταν η Καλλιόπη, η θεία του Στεφανή, με ένα ταψί μουσακά για το νιόπαντρο ζευγάρι. Η στάση του Στεφανή είχε αλλάξει εντελώς μόλις αντίκρισε την αγαπημένη του θεία και έγινε ξανά ο γεμάτος χαρά άνθρωπος που είχε γνωρίσει η Βασιλική στην αρχή. "Όλα για τα μάτια του κόσμου," σκέφτηκε. Μετά από μια σύντομη κουβέντα μαζί της, η Βασιλική την αποχαιρέτησε και έμεινε, μόνη της πλέον, στο σαλόνι. Ο Στεφανής είχε ήδη φύγει βιαστικά λέγοντας στην Καλλιόπη ότι έπρεπε να συναντήσει έναν πελάτη στο Ρέθυμνο.

Η ψυχή μου σε φωνάζει (one shots)Where stories live. Discover now