«Σε παρακαλώ, πατέρα. Βοήθησε με. Τον βρήκαν». Δεν πρόλαβαν τα άγρια ζώα να κάνουν την δουλειά τους. Είμαστε καταδικασμένες. Κι αυτό το καταραμένο μούδιασμα έχει απλωθεί σε όλο μου το κορμί. Τα χέρια μου φαντάζουν ακόμα βουτηγμένα στο αίμα του. Ώρες ώρες το μυαλό μου παίζει παιχνίδια και τα βλέπω βαμμένα κόκκινα και η πέτρα να βρίσκεται παραπεταμένη δίπλα μου. Γιατί τόσο γρήγορα; Γιατί τον βρήκαν τόσο γρήγορα; «Συγγνώμη πατέρα!». Προσεύχομαι. Όχι για εμένα. Για τα κορίτσια. Δεν γίνεται να πάθουν κάτι. Έχουν όλη την ζωή μπροστά τους, ενώ εμένα η ζωή μου τελειώνει εδώ. Τιμώρησε εμένα, Θεέ μου. Σε παρακαλώ!
Μαζί με το αεράκι που έκανε τα φύλλα της λεύκας μου να θροΐζουν ήρθε και ένα γνώριμο άρωμα. Βιβλία, οι σελίδες τους, δεντρολίβανο. Πάλι παιχνίδια μου παίζει το μυαλό μου, γιατί δεν μπορεί. Δεν μπορεί να βρίσκεσαι εδώ. Εισπνέω βαθιά προσπαθώντας να γεμίσω τα πνευμόνια μου με την μυρωδιά σου που τριγυρνάει αδέσποτη ψάχνοντας ίσως να με βρει. Φεύγει από το σπίτι σου και περνάει από τα σοκάκια του χωριού, μα δεν χάνει την ισχύ του αρώματος της. Χρησιμοποιεί το προαίσθημα της που την οδηγεί στο σπίτι μου κι όταν επιτέλους με βρίσκει, την στιγμή που την χρειαζόμουν, με τυλίγει στην αγκαλιά της και με ζεσταίνει. Νιώθω όπως τότε που βρισκόμασταν στην ρεματιά και συζητούσαμε τα προβλήματα μας. Μου λείπει τόσο η αγκαλιά σου. Είναι το πιο τρυφερό μέρος της Γης. Κι εγώ κρυώνω μακριά της. Η ζεστασιά σου με γεμίζει παρηγοριά, αλλά δεν είσαι εδώ. Το ξέρω.
Τα χείλη μου δεν έχουν σταματήσει να κινούνται. Προσευχές κι ευχές συνοδεύουν τις σκέψεις μου για εσένα. Σταματάνε. Νομίζω πως τρελαίνομαι. Το άγγιγμα του πατέρα μου. Το χέρι του χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Ξεχωρίζει το άγγιγμα του. Ο τρόπος που με παρηγορούσε ήταν μοναδικός. Πόσο μου λείπει ο πατέρας μου... Και βρίσκομαι εκεί. Μέσα στην παρηγοριά μου. Νιώθω ασφαλής. Βρίσκομαι εκεί. Μέσα στην αγκαλιά που το άρωμα σου έχει δημιουργήσει. Κάτω από το στοργικό χέρι του πατέρα μου. Νιώθω προστατευμένη όπως ένα μικρό παιδί που φοβάται τις αστραπές και τις βροντές. Έχω την προστασία των δύο πιο αγαπημένων μου ανθρώπων. Παραδίνομαι, λοιπόν, στην στιγμή. Για λίγο. Τώρα που μπορώ.
Πότε θα φύγει το καταραμένο μούδιασμα; Πότε; Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά θα νόμιζα ότι είμαι άρρωστη. Προσπαθώ να το αγνοήσω, αλλά η δυσκολία μου να πάρω ανάσα συνεχίζει να μου το υπενθυμίζει. Το άρωμα σου που χθες με γέμιζε, σήμερα με πνίγει. Είναι δυνατό. Βρίσκεσαι από πίσω μου. Το φέρετρο προπορεύεται. Το φέρετρο του ξαδέρφου σου. Το φέρετρο του διαβόλου. Από πίσω μια γυναίκα σπαράζει. Ίσα ίσα προχωρά. Στηρίζεται πάνω σε δύο αγόρια. Ένα ψηλό, γεροδεμένο με άγρια χαρακτηριστικά. Τι είναι αυτό στο πρόσωπο του; Μοιάζει με ένα μικρό μειδίαμα, ένα χαμόγελο ικανοποίησης που έρχεται σε αντίθεση με τα θλιμμένα του μάτια, τους σκυφτούς του ώμους και τα σερνάμενα πόδια του. Από την άλλη ένα εντελώς διαφορετικό αγόρι. Εκλεπτυσμένος, είχε έναν άλλον αέρα. Έμοιαζε χαμένος, λες και μόλις είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Τα μάτια του είχαν έναν σεβασμό. Σαν να είχε έρθει απλά για να δώσει τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του νεκρού. Φαίνεται πως δεν ήταν τόσο κοντά με τον αδερφό του. Φαίνεται πως τον χωρίζουν πολλά με την οικογένειά του. Φαίνεται... διαφορετικός. Δίπλα στον Κωνσταντή στέκεται ένα κορίτσι. Όμορφο, με δέρμα κατάλευκο σαν το χιόνι και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα βλέφαρα της μα εκείνη δεν κάνει τον κόπο να τα σκουπίσει. Μόνο κρατάει το χέρι του αδερφού της. Τόσο γερά που το χέρι του είχε ασπρίσει. Σκέφτομαι πως λογικά και στο δικό της χέρι ασκούνταν η ίδια δύναμη αλλά λόγω του τόνου του δέρματος της η πίεση στο χέρι της κρυβόταν καλά. Η Μυρσίνη, ο Κωνσταντής, ο Νικηφόρος και η Πηνελόπη περπατούσαν σε έναν τέλειο συγχρονισμό. Κι εκείνος προχωρούσε σιωπηλός. Λίγο πιο πίσω από την υπόλοιπη οικογένεια. Ίσως του έμεινε κάποια φοβία. Ίσως φοβόταν μήπως χαθεί και κάποιος άλλος από την οικογένεια του. Έπρεπε να τους προστατέψει. Ήταν το καθήκον του. Ο Δούκας σερνόταν σιωπηλά και του βλέμμα του ήταν κενό. Δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα σε αντίθεση με την γυναίκα του που οι κραυγές της πλημμύριζαν όλο το χωριό.
YOU ARE READING
«Λενιώ μόνο γι' αυτούς που νοιάζονται»
FanfictionΗ ιστορία της Ελένης και του Λάμπρου από το πρώτο επεισόδιο ως τώρα από την όψη της Ελένης. Κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα που ένιωθε κάθε φορά που συναντιόντουσαν.