Ήταν βράδυ. Εκείνη την ημέρα το χωριό έμοιαζε να βρίσκετε πνιγμένο σε κάποια σκοτεινή άβυσσο. Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας ακόμα φρέσκα στο πετσί των χωριανών. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες μόνο άδεια πρόσωπα, χτυπημένα πρόσωπα. Η νύχτα έπεφτε αφύσικα βαριά στους δρόμους. Το σκοτάδι έμοιαζε να τυλίγει τα πάντα αδιάκοπα. Όλοι έψαχναν απεγνωσμένοι την ηρεμία, μα αυτή είχε χαθεί από καιρό.
Το τηλέφωνο του καφενείου χτύπησε. Η Βιολέτα έσυρε το βήμα της για να απαντήσει. «Διοικητά, εσένα ψάχνουν, καλούσαν και στο τμήμα» είπε η γυναίκα δίνοντας το τηλέφωνο στον Προύσαλη. Εκείνος μίλησε κουρασμένος. Σε μια στιγμή όλη του η στάση άλλαξε. Οι άντρες γύρω του τεντώθηκαν αντιλαμβανόμενοι την απότομη μεταβολή στην διάθεσή του. Οι γυναίκες που ήταν μαζεμένες στο καφενείο έστρεψαν τα μάτια τους πάνω του με ανησυχία. «Και πως είναι τώρα;» ρώτησε με φανερή ταραχή στην φωνή του. Το δέρμα του χλομό, τα μάτια του θολά. «Μάλιστα» είπε «Να με κρατάτε ενήμερο». Έκλεισε το τηλέφωνο νοιώθοντας τον αέρα να σφίγγετε σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό του.
«Τι συμβαίνει Βασίλη;» ρώτησε ο Νέστωρας, όταν είδε κάτι που έμοιαζε με τρόμο στα μάτια του φίλου του. Ο άντρας κοίταξε ένα-ένα τα πρόσωπα γύρω του. Κοίταξε τον ταξίαρχο, τον Τόλια και τον γαμπρό του, τον κουρέα και τον ξάδερφό του, τον Ζάχο και τη μάνα του, τη Ρίζω και την Ουρανία, τον Φανούρη και τη Βιολέτα. Χάζεψε για μερικές στιγμές την φωτογραφία του Μιλτιάδη νοιώθοντας ένα αβάσταχτο βάρος να τον πιέζει αδιάκοπα, προσπαθώντας να τον διαλύσει.
Δεν ήξερε πως να το πει. Δεν ήξερε πως να αρθρώσει τις λέξεις χωρίς να τραυματίσει ανεπανόρθωτα τις ψυχές που τον τριγύριζαν. Δεν ήξερε καν πως να συγκρατήσει τον ίδιο του τον εαυτό. «Ο Λάμπρος» ψέλλισε δειλά, χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα. «Είναι στο νοσοκομείο, τον μαχαίρωσαν στις φυλακές» είπε. Ο χώρος γύρω του γέμισε τρόμο, πανικό.
Τα λόγια χάνονταν μέσα στην σύγχυση της στιγμής. Κανένας δεν ήξερε τι να κάνει, πως να αισθανθεί. Ο Προύσαλης κοίταξε τον Νέστωρα χαμένος «Πως θα το πούμε στην Ελένη;» ρώτησε μέσα στο θόλωμα του. Πόσα ακόμα θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει αυτή η γυναίκα; Ήδη την έβλεπαν που πάλευε αδιάκοπα να μένει δυνατή. Κρατιόταν απελπισμένη από μια κλωστή ελπίζοντας και τώρα, πως θα την έριχναν ακόμα πιο βαθιά σε εκείνην την τρομακτική απόγνωση;
Ο Ζάχος πετάχτηκε όρθιος. «Πηγαίνετε να την ειδοποιήσετε, θα έρθω να την πάρω με το αμάξι» είπε. Η μητέρα του δήλωσε πως θα τον ακολουθούσε στο νοσοκομείο, γνωρίζοντας καλά πως η Ελένη θα χρειαζόταν στήριξη. Αυτός της έκανε ένα νόημα και έφυγαν μαζί, βιαστικοί από το καφενείο. Ο Προύσαλης, ο Άγγελος κι η Βιολέτα ξεκίνησαν μαζί για να ενημερώσουν την γυναίκα του δασκάλου για αυτήν την δυσάρεστη εξέλιξη.
YOU ARE READING
Σπίτι
FanfictionΓια εκείνους σπίτι δεν ήταν οι τοίχοι και τα χώματα, το "σπίτι" τους ήταν η αγκαλιά τους.