Γύρισε στο σπίτι και την είδε που καθάριζε την αυλή. Η πλάτη της ήταν γυρισμένη σε εκείνον, κι έτσι δεν κατάλαβε ποτέ ότι στεκόταν πίσω της. Την πλησίασε αργά, ήσυχα. Τύλιξε τα χέρια του βιαστικά γύρω της και την σήκωσε στην αγκαλιά του, τρομάζοντάς τη αρχικά. Το γέλιο της αντήχησε ζεστό όταν κατάλαβε πως ήταν εκείνος. Γύρισε για να τον κοιτάξει. Το χαμόγελό της πλατύ και λευκό. Ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του. «Με κατατρόμαξες» του παραπονέθηκε. Τέντωσε το σώμα της και φίλησε απαλά τα χείλη του, καλωσορίζοντάς τον στο σπίτι του, στην αγκαλιά της.
Την έσφιξε τρυφερά πάνω του. «Μόνη σου είσαι;» τη ρώτησε κι εκείνη του ένευσε απλά σε απάντηση. Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ και φωτεινό. Δεν είπε τίποτα. Απλά έγειρε κοντά της και τη φίλησε βιαστικά. Έπειτα την σήκωσε απότομα στην αγκαλιά του, ξαφνιάζοντάς τη και φέρνοντας ένα γλυκό γέλιο στα χείλη της. Την ανέβασε στο σπίτι και μπήκαν στην κάμαρή τους. Την πέταξε μαλακά στο κρεβάτι. Έβγαλε το σακάκι του και ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. «Τρελάθηκες;» γέλασε και στήριξε το σώμα της στους αγκώνες της. Πέταξε το πουκάμισό του στο πάτωμα. Ξάπλωσε πάνω από το κορμί της ήρεμα. «Κάτι αφήσαμε στη μέση χθες το βράδυ» της θύμισε πριν ενώσει επιτακτικά τα στόματά τους.
Την προηγούμενη νύχτα, είχαν ξαπλώσει αγκαλιά. Την κρατούσε προστατευτικά στο σώμα του και χάιδευε απαλά τα πόδια της, γλιστρώντας μέσα από το μεσοφόρι της. Το χέρι της είχε κυλήσει στο κορμί του και το φιλί τους είχε γίνει επικίνδυνα βαθύ, όταν άκουσαν ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα κι απομακρύνθηκαν απρόθυμα ο ένας από τον άλλον. Είδαν τον μικρό Σέργιο να βάζει δειλά το κεφαλάκι του στο δωμάτιό τους. Τους ρώτησε αν μπορεί να μείνει μαζί τους το βράδυ, γιατί είχε φοβηθεί από έναν εφιάλτη. Δεν μπόρεσαν να του πουν όχι. Η Ελένη τον πήρε στην αγκαλιά της κι ύστερα από λίγο τους πλησίασε κι ο Λάμπρος, που τύλιξε τα χέρια του γύρω κι από τους δυο.
«Τώρα κανείς δε θα μας διακόψει» είπε πάνω στα χείλη της κι άνοιξε βιαστικά τα κουμπιά του φορέματός της. «Κανείς» συμφώνησε μαζί του. Τέντωσε αμυδρά τον λαιμό της και τον φίλησε έντονα στο στόμα. Πέρασε τα πόδια της γύρω του. Έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Φίλησε τον λαιμό της. Χάιδεψε τρυφερά τους μηρούς της. Τον τράβηξε απαιτητικά στο κορμί της.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα τους. Κοιτάχτηκαν με την αγανάκτηση φανερή στα βλέμματά τους. Ξεφύσησε βαριά κι έριξε το κεφάλι του στον λαιμό της. «Πήγαινε να ανοίξεις» του ζήτησε «Μη βγω έτσι έξω». Της γέλασε αχνά. Άφησε ένα βιαστικό φιλί στο στόμα της. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει. Εκείνη κουμπώθηκε βιαστικά. Μάζεψε το πουκάμισο και το σακάκι του από το πάτωμα πριν βγει κι αυτή από την κάμαρή τους, χαμογελώντας γλυκά.
YOU ARE READING
Σπίτι
FanfictionΓια εκείνους σπίτι δεν ήταν οι τοίχοι και τα χώματα, το "σπίτι" τους ήταν η αγκαλιά τους.