Αν έστελνες ένα γράμμα - Μαθιός

317 9 2
                                    

~Σ' εσένα, πεταλούδα, που σώπασες, πέταξες, κάηκες και θα σωπάσεις ξανά.

Κατάσπρα κι άσπρα, κάτασπρα νερά

δε σε ξεπλένουν τούτη τη φορά

Πως ξεπλένονται χέρια βαμμένα με αίμα; Ούτε τα πιο καθαρά νερά δεν την έχουν αυτή τη δύναμη. Κι όσες φορές κι αν ξέπλυνες τα χέρια σου ακουμπώντας τη, ακουμπώντας το νερό και την ανάσα σου, τα σημάδια δεν έφυγαν. Ξεθώριασαν, ίσως. Μα δεν έφυγαν ποτέ. Και την ώρα που η αλήθεια θα έρθει στο φως, θα πάψουν να είναι απλά σημάδια. Θα μεταμορφωθούν πάλι σε πληγές και θα τρέξει όλο το αίμα από την αρχή. Θα πλημμυρίσει και θα βάψει άλικο ό,τι με κόπο θα έχετε ως τότε λευκάνει. Και κανείς απ' τους δυο δεν θα προσπαθήσει να το λευκάνει ξανά. Θα είναι πάντα εκεί, κατακόκκινο το αίμα, όσο θα ρέει αίμα στις δικές σας φλέβες. Δε σβήνεται.

Σε ψάχνει ο άγγελος σου με κερί

βγες, μαύρη πεταλούδα, να σε βρει

Αν έχεις έναν Άγγελο στη ζωή σου, αν κάτι, μέσα στο σκοτάδι που βυθίστηκες, είναι για σένα τόσο φωτεινό και αμόλυντο όσο ένας Άγγελος, είναι σίγουρα η Βασιλική. Κι εκείνη τη στιγμή, όταν αυτό που σημάδεψε τα χέρια που αγκάλιασαν τον Άγγελο έρθει στο φως, θα σε «ψάξει» επιτέλους ο Άγγελος.

«Εσύ τον σκότωσες;»

Θα κρατά κερί. Θα κρατά φως κι απ' το φως τίποτα δεν κρύβεται. Θα κρατά ψυχές. Όλες οι ψυχές της ζωής σου θα σου την κάνουν την ερώτηση. Εσύ τον σκότωσες;

Βγες, πεταλούδα, ώρα να πετάξεις στο φως.

Να πεις αυτό το ναι, να ελαφρύνει επιτέλους το βάρος στο στέρνο σου.

Εγώ τον σκότωσα αδελφέ μου, εγώ, μάνα μου, εγώ, πατέρα. Εγώ, αγάπη μου.

Κοιμούνται τα μαχαίρια στα βουνά

κι η μαύρη πεταλούδα τα ξυπνά

Σαν το αγρίμι γυρνούσες στα βουνά και στα όρη. Σ' αγρίεψε η σιωπή, το χρέος, η μοναξιά που εξόρισες κι εκείνη και τον εαυτό σου. Και σημάδευες και κυνηγούσες και νάρκωνε τον πόνο η κάθε εκπυρσοκρότηση. Μέχρι που έφτασε η στιγμή που δεν ημέρωνε το μέσα σου πυροβολώντας ζωντανά, πυροβολώντας στόχους ψεύτικους. Ξύπνησαν τα μαχαίρια, ξύπνησε μέσα σου η αληθινή φύση των όπλων, αυτή που αφαιρεί ανθρώπινες ζωές. Κι εσύ, πεταλούδα, στράφηκες στο στόχο που είκοσι χρόνια δεν σ' άφηνε να πετάξεις. Στράφηκες όταν κουράστηκες πια ν' αντέχεις. Κι ο Άγγελος; Κι εκείνος άντεξε είκοσι χρόνια. Εσύ εγκατέλειπες τα βουνά όταν πνιγόσουν, πλησίαζες τον ήλιο σου για να σε ζεστάνει. Κι εκείνος ο ήλιος ασφυκτιούσε μέσα σε τέσσερις τοίχους που τον γέμιζαν πληγές. Κάθε είδους πληγές και τραύματα. Κι αν τώρα προσπαθείς να τα επουλώσεις, λογάριασε μήπως είναι πια αργά. Μήπως θα τα ματώσεις χειρότερα όταν ο Άγγελος κρατήσει μπροστά σου κερί και φως κι εσύ παραδεχτείς την αλήθεια σου.

Μαθιός & Βασιλική // One shots // ΣασμόςWhere stories live. Discover now