Μαραμένες μαργαρίτες

168 30 30
                                    

Ο σταθμός του τραίνου ήταν γεμάτος. Άνθρωποι περίμεναν άλλους ανθρώπους, με τις μάσκες τους όλοι φορεμένες σωστά -να καλύπτει τη μυτούλα, όχι να βρίσκεται στο προγούλι) και με τις απαραίτητες επιθυμητές αποστάσεις. Ο κορονοϊός βρισκόταν ακόμα σε κρίσιμο σημείο, πολλοί θάνατοι, ακόμα περισσότερα κρούσματα, ένα χάος που δεν άφηνε κανέναν σε ησυχία. Όλοι περίμεναν να τελειώσει αυτό το μαρτύριο, μία επιθυμία που δεν ερχόταν ποτέ.

Ένα πράγμα σαν τον έρωτα.

Πού κολλά το ένα με τ' άλλο;

Δε ξέρω, μη ρωτάτε εμένανε. Εγώ απλώς εξιστορώ τα γεγονότα όπως μου τα ψιθύρισαν κάτι παιδιά σε ένα τραίνο, όπως ταξίδευα σε μια πόλη χωρίς επιστροφή. Μου έλεγαν για έναν έρωτα που δεν βρήκε ποτέ κάθαρση, για έναν άνδρα που περίμενε καρτερικά στον σταθμό με την αγαπημένη του να μην εμφανίζεται ποτέ, για κάτι που δεν είχε τέλος μα μονάχα συνέχεια.

Ήταν επίπονη ιστορία. Έκλαιγα, χωρίς να είχε κορυφωθεί. Αλλά ίσως να έφταιγε και που είμαι ευαισθητούλα και η καρδούλα μου στεναχωριέται εύκολα με τέτοιες απωθημένες στιγμές.

Ο Axel περίμενε και περίμενε και περίμενε. Η νύχτα είχε αγκαλιάσει τον κόσμο εκείνη την ημέρα, τα φώτα γύρω - γύρω είχαν ανοίξει με μίας όταν έφτασε η ρυθμιζόμενη ώρα και γέμισαν με φως τους χώρους και τους δρόμους έξω. Και έβλεπες έναν κοκκινοτρίχη νεαρό, με τις καημένες τις μαργαρίτες στα χέρια του να έχουν μαραθεί σχεδόν. Τόσες ώρες χωρίς νερό, δίψασαν. Τις λυπόταν έτσι όπως τις παρατηρούσε.

Αλλά του είχε πει πως θα ερχόταν. Τον είχε πάρει, εξάλλου τηλέφωνο. Δε γινόταν να του είπε ένα τόσο σοβαρό ψέμα, δε γινόταν να ήταν μια σαχλή φάρσα.

Τα ψέματα είναι εθιστικά, ένα πράγμα σαν το ποτό ή η νικοτίνη. Έχεις γνωρίσει ποτέ μυθομανή άνθρωπο; Εγώ μπορεί ναι, μπορεί και όχι όμως. Δε το εξακριβώνεις ποτέ ξεκάθαρα με τόσες μυθοπλασίες που σου έχει πλασάρει ο άλλος. Ο Axel σίγουρα δεν είχε γνωρίσει, γιατί ήταν μια αγνή ψυχούλα που όλους τους φίλους του τους περνούσε από το κόσκινο. Ένα εργαλείο που το χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις το αλεύρι και να μην δημιουργήσει σβόλους στις ζαχαροπλαστικές σου ανησυχίες στις 3:00 το ξημέρωμα. Όλοι τους, λοιπόν, είχαν περάσει από αυτή τη διαδικασία και μόνο οι εκλεκτοί είχαν παραμείνει κοντά του.

Όταν σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, τα μεγάφωνα ανακοίνωναν το κλείσιμο του σταθμού. Πότε ήρθαν τα μεσάνυχτα; Πόσες ώρες στεκόταν όρθιος σε μια γωνία; Ήταν από το πρωί εδώ και περίμενε; Η Elodie πράγματι τον έστησε;

Τα χαμένα ολ σταρ[✓]Donde viven las historias. Descúbrelo ahora