Χρόνος Πρώτος
«Σταμίρη επισκεπτήριο».
Όχι τώρα, όχι έτσι. Πριν λίγο γύρισα στο κελί μου, τα μάτια μου δεν έχουν ακόμα συνηθίσει και με τσούζουν. Τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου, μυρίζουν μούχλα.
«Δεν μπορώ σήμερα» λέω χαμηλόφωνα στη Φωτεινή που έχει κιόλας τρέξει δίπλα μου να με βοηθήσει να σουλουπωθώ.
«Έλα κοκόνα μου και θα σου κάνει καλό». Πιάνει να μου βουρτσίζει τα μαλλιά, προσέχοντας να μη με πονέσει.
«Τι θα γίνει Σταμίρη, παρ' τα πόδια σου» φωνάζει ανυπόμονα ο Γκούμας.
«Δεν είμαι για επισκεπτήριο σήμερα Λάζαρε» του λέω και με κοιτάει καχύποπτα.
«Πάλι θα με βάλεις να διώξω τον αρραβωνιάρη σου; Έτσι και μου κάνει φασαρία εσύ θα την πληρώσεις, τ 'ακούς;»
«Λάζαρε, σε παρακαλώ, δώσ' της λίγο χρόνο να συνέλθει και την παίρνεις αργότερα» του λέει η Φωτεινή. «Μόλις τη βγάλατε απ' την απομόνωση, θέλεις να τη δει έτσι ο άνθρωπός της και να σας κάνει χειρότερα παράπονα;».
Ξέρει τα κουμπιά του αυτή. Ο Γκούμας το σκέφτεται για μια στιγμή, κοιτάει το ρολόι του και φεύγει ξεφυσώντας. «Θα ξαναπεράσω σ 'ένα τέταρτο, το καλό που σου θέλω να 'σαι έτοιμη».
Η Φωτεινή μου φέρνει τα δικά της φρεσκοπλυμένα ρούχα για ν 'αλλάξω.
«Όχι, μη, δε θέλω να στα πάρω».
«Σιγά το πράγμα, μου δίνεις αύριο τα δικά σου τα πλυμένα».
Παραιτούμαι και την αφήνω να με περιποιηθεί.
«Βρε κορίτσι μου», λέει κάπως διστακτικά, «τόσους μήνες εδώ μέσα, μου έχεις μιλήσει για όλα, για το χωριό σου, τη γη σου, τους γονείς σου, τις αδελφές σου... Για το παλικάρι σου, που τόσο πολύ πρέπει να σ' αγαπάει έτσι που σου παραστέκεται, πώς και δε μιλάς ποτέ;»
Ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω τα λόγια να της εξηγήσω.
«Είναι που δε θέλω να τον φέρνω εδώ μέσα» λέω κι η φωνή μου σπάει, ο κόμπος σα να λύνεται κάπως.
Με κοιτάει μπερδεμένη.
«Δε θέλεις να 'ρχεται να σε βλέπει;»
«Δεν ταιριάζει η παρουσία του σ 'αυτό το καταραμένο μέρος, Φωτεινή. Ούτε να έρχεται ο ίδιος, αλλά ούτε και να τον φέρνω εδώ μέσα με τη σκέψη μου και με τα λόγια μου. Δε θέλω οι τοίχοι αυτοί ν' ακούνε τ' όνομά του...» Την κοιτάζω να δω αν καταλαβαίνει, αλλά εκείνη έχει αποστρέψει το βλέμμα, «...είναι σα να το μαγαρίζω» ψελλίζω.
Όταν πια σμίγουν οι ματιές μας, την καταλαβαίνω ανταριασμένη.
«Μπα σε καλό σου, τι ανάποδες σκέψεις είναι αυτές;»
«Ίσιες – ανάποδες, εγώ έτσι νιώθω. Δικιά μας είναι η κόλαση αυτή και το σκοτάδι της και η βρωμιά της, που είναι πια κολλημένη πάνω μας σα δεύτερο δέρμα... Δεν είναι αυτά για κείνους που δεν πληρώνουν αμαρτίες».
«Εγώ Λενιώ μου δεν το βλέπω έτσι και να με συμπαθάς. Τόσα χρόνια με μια λαχτάρα ζω. Να δω το κορίτσι μου, το σπλάχνο μου, να 'ρθει να ξανακούσω τη φωνή της, να ξαναθυμηθώ το πρόσωπό της, το γέλιο της... κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω πριν πεθάνω. Και το πρωί που ξυπνάω εκείνη συλλογιέμαι και το βράδυ πριν κοιμηθώ πάλι τη δικιά της μορφή φέρνω στο νου μου... κι αυτή η σκέψη της είναι που με κρατάει ζωντανή. Το να τη φέρνω κοντά μου έτσι, αυτό που εσύ το λες 'μαγάρισμα', εμένα είναι το αποκούμπι μου, ο φάρος μου...»
Την τάραξα. Τι μ' έπιασε να μιλήσω έτσι, πώς δε σκέφτηκα τον δικό της καημό.
«Συγχώρα με Φωτεινή μου, δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι, δε σκέφτ...»
«Εμένα μη με λογαριάζεις. Τη δικιά σου ψυχούλα να κοιτάξεις, που δεν της φτάνουν τα βασανιστήρια, της βάζεις και απαγορεύσεις από πάνω. Τ' είναι μωρέ η αγάπη και θαρρείς ότι μπορείς να την περιορίσεις, να την κλειδώσεις σ' ένα μπαούλο και να πετάξεις το κλειδί; Η αγάπη που 'χεις για τον άνθρωπό σου μόνο βάλσαμο μπορεί να γίνει. Κι αγάπη που σου 'χει αυτός το ίδιο. Όταν δυο καρδιές είναι ενωμένες δεν υπάρχει το "εδώ μέσα" και το "εκεί έξω", μία είναι η αγάπη κι απλώνεται παντού: όπου έχετε βρεθεί, όπου έχετε πατήσει και τώρα και πρώτα και στο μέλλον».
Τα λόγια της με κάνουν να βουρκώσω. Χώνομαι στην αγκαλιά της, η αγκαλιά της μάνας.
«Έτοιμη η Αυτής Μεγαλειότης κυρία Σταμίρη;» φωνάζει σαρκαστικά ο Γκούμας πίσω από τα κάγκελα.
«Έρχεται ντε, μη φωνάζεις!» του αντιγυρίζει η Φωτεινή. Μου σφίγγει το χέρι για να μου δώσει κουράγιο και για να μην ξεχάσω τα λόγια της.
Βγαίνω με βήματα αργά. Το κορμί μου ακόμα πιασμένο απ' άκρη σ' άκρη.
Η μορφή σου ξεχωρίζει από μακριά, πριν πατήσω καλά καλά στην αίθουσα. Δε χρειάζεται να δω το πρόσωπό σου για να καταλάβω ότι είσαι ανήσυχος. Ξέρω να διαβάζω το σώμα σου, τη στάση σου, κάθε σχήμα του κορμιού σου είναι χαραγμένο μέσα μου.
Σηκώνεις το κεφάλι και με αντικρίζεις. Βλέπω την αγωνία να εξαφανίζεται και να παίρνει τη θέση της ένα χαμόγελο ανακούφισης. Νιώθω το φως σου να με τυλίγει.
YOU ARE READING
Το Τραγούδι του Ορφέα
Fanfiction"Υπάρχει ομορφιά στην κόλαση..." Έξι μικρές στιγμές, όσες και τα χρόνια της στη φυλακή, επανέρχονται στην Ελένη το βράδυ που αποφασίζει να πει στο Λάμπρο το μυστικό που θ' αλλάξει τη ζωή τους. Άγριες Μέλισσες - ΛΛ [Δεν περιέχει καθόλου αναφορές σε β...