Χρόνος Πέμπτος
«Η σοδειά πήγε καλύτερα απ' ό,τι περιμέναμε φέτος, θα έχουμε σίγουρα παραπάνω κέρδη. Το θέμα είναι αν θα τα μοιράσουμε ή αν θα τα επενδύσουμε. Ο Νικηφόρος λέει...»
Σε παρατηρώ καθώς μου μεταφέρεις τα νέα του χωριού, του συνεταιρισμού που στήσαμε μαζί σε μια εποχή τόσο μακρινή. Παρατηρώ τις εκφράσεις σου, τις γραμμές του προσώπου σου. Γύρω απ' τα μάτια σου έχουν αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες αχνές ρυτίδες, μπορώ να διακρίνω κάποιες γκρίζες τρίχες στους κροτάφους σου, σημάδια του χρόνου που περνάει αμείλικτος. Είσαι όμως ακόμα τόσο όμορφος, ίσως πιο όμορφος από ποτέ. Φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοκουρεμένος, τα μαλλιά σου πιο κοντά από το συνηθισμένο. Σε φαντάζομαι να πηγαίνεις στον Προκόπη πρωί πρωί, να του λες να σε περιποιηθεί γιατί σήμερα έχεις επισκεπτήριο. Εξακολουθείς να αντιμετωπίζεις τις συναντήσεις μας σαν μια γιορτινή περίσταση, δεν κατάφερα ποτέ να σε πείσω για το αντίθετο.
«Κουρεύτηκες;» σε ρωτάω για να στρέψω την κουβέντα σε κάτι ασήμαντο, σε κάτι που δε συνδέεται με μνήμες, συναισθήματα, σκέψεις για ένα μέλλον που δεν έχουμε.
Με κοιτάς ξαφνιασμένος. Δε σ' έχω συνηθίσει σε τέτοιες ερωτήσεις.
«Ναι αμέ, σήμερα το πρωί» μου λες μ' ένα κάπως παιχνιδιάρικο χαμόγελο «Σ' αρέσει; Ή μήπως μου τα παραπήρε ο Προκόπης; Είχαμε πιάσει την κουβέντα και μου φαίνεται ξεχάστηκε και το παράκανε!»
«Ίσως να το παράκανε λίγο είναι η αλήθεια»
«Μμ... Εντάξει. Όχι βέβαια κι όπως τότε που γύρισα απ' τη Λάρισα κουρεμένος γουλί, θυμάσαι;»
Πώς το κάνεις; Ακόμα κι απ' την πιο ασήμαντη, ανούσια κουβέντα, καταφέρνεις να ανασύρεις μνήμες από εκείνον τον ανύπαρκτο πια κόσμο.
Θυμάμαι.
Τότε που το μεγαλύτερό μας πρόβλημα ήταν αν θα μας πάρουν χαμπάρι καθώς περνούσαμε ώρες ατελείωτες στη ρεματιά μας, γελώντας, κάνοντας σχέδια για το μέλλον, αδυνατώντας να χορτάσουμε ο ένας την αγκαλιά και το φιλί του άλλου. Είχες έρθει για λίγες μέρες στο χωριό, κάνοντας διάλειμμα απ' το εντατικό σου διάβασμα για τις προαγωγικές εξετάσεις. Όταν σε είδα έτσι κουρεμένο τρόμαξα να σε γνωρίσω. Γύρισες χωρίς τις ατίθασες μπούκλες σου, αυτές που τόσο μ 'άρεσε να χαϊδεύω, κι εγώ βάλθηκα να σε πειράζω και να καμώνομαι τη θυμωμένη που άφησες το μπαρμπέρη να κάνει τέτοιο έγκλημα.
«Έχω να σου κάνω μια εξομολόγηση για τότε»
Σε κοιτάζω εξεταστικά. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να πεις, ούτε αν πρόκειται για κάτι σοβαρό.
«Δε σου 'πα ποτέ όλη την αλήθεια για το πώς κατέληξα κουρεμένος έτσι»
«Δεν ήταν ιδέα του κουρέα;»
«Όχι. Ανάγκη ήταν. Βλέπεις το προηγούμενο βράδυ, εκεί που ξενυχτούσα με τη λαδόλαμπα πάνω από το βιβλίο της αρχαίας ιστορίας, έγειρα λίγο το κεφάλι μου κλείνοντας τα μάτια. Έτσι ίσα για να τα ξεκουράσω, είπα. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω από μια μυρωδιά καμένου. Δεν άργησα να καταλάβω ότι όλο αυτό συμβαίνει πάνω στο κεφάλι μου, τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει να καπνίζουν κι ήταν έτοιμα να πάρουν φωτιά».
«Τι λες;»
«Με είχε πάρει ο ύπνος ακουμπώντας τη λάμπα που έκαιγε, Ελένη. Όταν το κατάλαβα ένιωσα τόσο ηλίθιος»
«Αποκλείεται!» Ένα ξεχασμένο αίσθημα με κατακλύζει. Πνίγω ένα αυθόρμητο χαχανητό που ανεβαίνει στο λαιμό μου. Κρατιέμαι μέχρι να καταλάβω τη δική σου διάθεση.
«Προσπάθησα να μετρήσω το μέγεθος της ζημιάς αλλά δεν μπόρεσα, δεν είχα κι έναν καθρέφτη. Το μόνο που κατάφερα ήταν να μου μείνουν στα χέρια κάμποσες τούφες, έτσι που είχαν καεί στις ρίζες τους. Ήθελα ν 'ανοίξει η γη να με καταπιεί».
Το ύφος σου είναι τόσο αστείο. Αφήνω το γέλιο μου να ξεσπάσει.
«Αχ γελάς, εγώ τότε ήμουν απελπισμένος. Πήγα πρωί πρωί στον κουρέα, δεν ήξερα τι να του εξηγήσω! Απ' την πολλή ντροπή, το μόνο που κατάφερα να πω ήταν να με κουρέψει με την ψιλή»
«Γιατί δε μου το πες;»
«Σε ντράπηκα κι εσένα! Δεν ήθελα να με νομίζεις για τόσο γκαφατζή!»
Άλλο ένα κύμα γέλιων έρχεται, που τώρα πια ενώνεται με τα δικά σου, κι έτσι μπλεγμένα μας βγαίνουν γάργαρα, μέχρι να μας ρίξει μια βλοσυρή ματιά ο φρουρός.
Σταματάμε. Το ύφος σου αλλάζει, καθώς με κοιτάς με τρυφερότητα.
«Πρώτη φορά που σε κάνω και γελάς εδώ μέσα».
Πρώτη... κι ούτε που φαντάζεσαι πόσο σημαντική. Ποτέ δε θα στο πω, αλλά αυτή η μικρή μας στιγμή στάθηκε ικανή να μου αλλάξει μιαν απόφαση. Αυτή που τριβελίζει το μυαλό μου αυτές τις μέρες και δε μ' έχει αφήσει να γαληνέψω. Βλέπεις το σώμα μου και η ψυχή μου έχουν λυγίσει απ' τα βασανιστήρια. Άλλη δύναμη δεν έχω. Μια φωνή μέσα μου φωνάζει «Φτάνει! Βάλε ένα τέλος να ησυχάσεις κι εσύ κι όσοι ταλαιπωρούνται εξαιτίας σου». Κι αυτό ένιωθα έτοιμη να κάνω πριν καθίσω εδώ μπροστά σου σήμερα. Ένιωθα έτοιμη να σε δω για τελευταία φορά, να σου πω μέσα μου ένα αντίο και να βρω τον τρόπο να...
Πώς όμως να προδώσω αυτό το γέλιο σου; Αυτή τη λαχτάρα στο βλέμμα σου... Γι' αυτό το γέλιο, γι' αυτά τα μάτια, ίσως μπορώ ν 'αντέξω λίγο ακόμα.
KAMU SEDANG MEMBACA
Το Τραγούδι του Ορφέα
Fiksi Penggemar"Υπάρχει ομορφιά στην κόλαση..." Έξι μικρές στιγμές, όσες και τα χρόνια της στη φυλακή, επανέρχονται στην Ελένη το βράδυ που αποφασίζει να πει στο Λάμπρο το μυστικό που θ' αλλάξει τη ζωή τους. Άγριες Μέλισσες - ΛΛ [Δεν περιέχει καθόλου αναφορές σε β...