Άτιτλο κεφάλαιο 5

107 23 33
                                    

Η Κλημεντίνη πήρε ένα καφέ άλογο από τους στάβλους του άντρα της και ξεχύθηκε με αυτό στους δρόμους της πόλης. Ύστερα συνέχισε την πορεία της στα λιβάδια για να είναι πιο ελεύθερο και άνετο το ζώο στις κινήσεις του τρεξίματος του. Έτσι δεν θα τρομοκρατούσε με τον ξέφρενο καλπασμό του, τους κατοίκους στο κέντρο της πόλης όπως έκανε κατά τη διάρκεια του σύντομου περάσματος του.

Ο Ναυκράτιος είχε ανακαλύψει την απουσία του αλόγου, αλλά κατάλαβε πως ήταν μάταιο να πάρει το δικό του και να τρέξει ψάχνοντας την σύζυγο του. Εκείνη θα ήταν πολύ θυμωμένη και λυπημένη ακόμα για να ακούσει τις εξηγήσεις, τη μεταμέλεια και την συγνώμη του. Το μόνο που του έμενε να ελπίζει ήταν να κουραζόταν η κοπέλα και το άλογο και να γυρνούσαν 

Η Κλημεντίνη στη διαδρομή με το άλογο κουράστηκε, παρότι αρχικά της έκανε καλό μιας και ξέφυγε από τις σκέψεις της. Το ίδιο και εκείνο, ένιωθε καταπονημένο και διψασμένο. Η νεαρή έριχνε ματιές τριγύρω μέχρι που ακούστηκε ο ήχος του σπασίματος ενός κλαδιού και το άλογο παραπονέθηκε με το χαρακτηριστικό του χλιμίντρισμα.

Τότε το κορίτσι κατέβηκε από τη ράχη της πλάτης του και πρόσεξε μια πληγή αίματος που ήταν ξεκάθαρα γρατζουνιά. « Καημενούλη μου, εγώ φταίω που σε ταλαιπωρώ, στη προσπάθεια μου να ξεφύγω από το βασίλειο. Συγνώμη, είναι τόσο μεγάλο το μέρος της μεταμέλειας μου που οφείλω να σου ξεπληρώσω». 

Κατάλαβε πως είχε απομακρυνθεί πολύ από τον τόπο του βασιλείου του άντρα της και πλέον βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι με λιγοστά σπίτια μιας ιδιαίτερης κλασσικής και ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής.

Ένα πέτρινο σπίτι βρέθηκε στο οπτικό της πεδίο, από εκεί όπου σταμάτησε να ξαποστάσει κρατώντας τα γκέμια του αλόγου και τραβώντας το μέχρι τον κορμό του δέντρου όπου θα μπορούσε να δέσει τα σχοινιά του. Είδε ένα φως και συμπέρανε πως επρόκειτο για κατοικημένο σπίτι, παρότι βρισκόταν στη μέση του πουθενά.

Χτύπησε τη πόρτα με θάρρος αλλά και επιφύλαξη για το αν θα ήταν τόσο πρόθυμοι οι ιδιοκτήτες να της ανοίξουν. Τελικά εμφανίστηκε ένας μεσήλικας στο άνοιγμα.

« Γεια σας και με συγχωρείτε για την ενόχληση, έκανα μια στάση έξω από το σπίτι σας, διότι το άλογο μου γρατσούνισε το πόδι του. Συν τοις άλλοις, πεθαίνει από τη δίψα όσο εγώ.

Διανύσαμε μεγάλη διαδρομή αρχικά από την πόλη, έπειτα από λιβάδια και καταλήξαμε σε καλαμποκοχώραφα για να αντιληφθούμε πως βρεθήκαμε σε μια καινούρια και άγνωστη γι τοποθεσία. Μπορείτε παρακαλώ να μας προσφέρετε δύο κανάτες νερού; »

Όσα αξίζει η αγάπη  (#SPBC2023)Where stories live. Discover now