"Τι ώρα είναι;" ρώτησε η Νίκη αγχωμένη
"Της θειάς σου" Απάντησε η Μενια
"Τι ειπες;"
"Τιποτα, λεω πηγε 5"
Η Νίκη έτρωγε τα νύχια της από την αγωνία. Ο συγκατοικος θα κατεφτανε από λεπτό σε λεπτό. Η Μένια είχε έρθει να δανειστεί μια μπλούζα, γιατί θα έβγαινε με κάτι συμφοιτητές. Η Νίκη προσπαθούσε να την καθυστερήσει όσο μπορούσε, δεν ήθελε να μείνει μόνη της με τον συγκάτοικο.
"Μήπως θες να τη δοκιμάσεις εδώ; Μπορεί να μην σου κάνει." Πρότεινε η Νίκη
"Υπονοείς ότι έχω παχύνει, μικρό σκασμένο;" ρώτησε η Μενια σοκαρισμένη.
"Όχι όχι! Απλά μήπως δεν σου αρέσει."
"Παράτα με μαρη! Θα αργήσω πάλι και θα φωνάζουν. Αντε έρχεται και ο συγκατοικος."
Σιωπή. Η Νίκη δεν απάντησε και η Μενια την κοίταξε απειλητικά. Η συνειδητοποιηση ήρθε κατακούτελα και την χτυπήσε πιο δυνατά και από μπάλα του μπάσκετ.
"ΡΕ ΧΑΖΗ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΜΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ ΜΟΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΚΆΤΟΙΚΟ;" Ρώτησε η Μενια με το τόνο της φωνής να σπάει ντεσιμπέλ. Ριπ τα τζάμια.
"Μειμπι..." Είπε η Νίκη ψάχνοντας διέξοδο από το ίδιο της το σπίτι.
"Τι μειμπι, μωρή βλαχαρα; Τι μειμπι; Είδες 7 συνεντεύξεις των one direction και νομίζεις πως είσαι γεννημένη Λονδρέζα." Είπε η Μενια αγανακτισμένα και πήγε να φύγει.
Η Νίκη την έπιασε σφιχτα από το μπράτσο και έβαλε όλη της την δύναμη για να την κρατήσει εκεί.
"Σε παρακαλώ μείνε λίγο ακόμα!"
"Άσε με χριστιανη μου!"
"Συγγνώμη, μένει εδώ κάποια Νίκη;" ρώτησε μια ξένη φωνή και τα κεφάλια των κοριτσιών στράφηκαν προς τα εκεί.
Παναγια μου....
Στο κατώφλι του φτωχικό διαμερίσματος στεκόταν ένας ψηλός μελαχρινος άντρας. Ήταν γύρω στα 23, γεροδεμένος ,με ανακατεμένο μαλλί και με ένα ελαφρύ μαύρισμα. Είχε λίγα σκόρπια τατουάζ τα μπράτσα του. Τα μάτια του ήταν καφέ ,στο χρώμα της κανέλας περίπου. Έμοιαζε ,σαν αυτά τα μοντέλα που βλέπουμε στις διαφημίσεις για αρώματα.
Αφού επανήλθαν από το μικρό πολιτισμικό σοκ που πάθανε, τα κορίτσια ισιωσαν και πήραν το σοβαρό τους ύφος.
"Ναι εδώ μένει." Απάντησε η Μενια και σκουντηξε την Νίκη να βγει μπροστά.
"Εγω είμαι." Είπε με το σαγόνι της να είναι έτοιμο να πέσει στο πάτωμα.
"Είμαι ο Στέφανος. Ο συγκατοικος σου υποθέτω."
"Ο Σαμιρ και η μάνα του Στεφάνου" Είπε ψιθυριστά η Μενια με αλλαγμένη την φωνή της.
"Τι ειπες;" ρώτησε ο Στέφανος ενώνοντας τα φρύδια του
"Τίποτα, μη δίνεις σημασία. Εγώ είμαι η Νίκη, όπως είπα και πριν." Απάντησε γρήγορα η Νίκη και άπλωσε το χέρι της για χειραψία.
Ο Στέφανος κοίταξε το χέρι της και ανασηκωσε το φρύδι του. Η Νίκη ένιωσε τα μάγουλα της να καίνε και απομάκρυνε το χέρι της ντροπιασμενη.
"Οκευ." Είπε ο Στέφανος αργά, τραβώντας τις συλλαβές.
"Τα οικονομικά είναι τόσο χάλια, που θα είμαστε 3 άτομα τελικά;" πρόσθεσε κοιτώντας την Μενια"Όχι, εγώ είμαι απλά επισκέπτης. Είμαι η Μενια, παρεμπιπτόντως" Απάντησε και πήγε να φύγει.
"Ελπίζω να μην έχουμε συνέχεια επισκέπτες, συγκατοικε. Κάποιοι παίρνουμε τις σπουδές μας στα σοβαρά, ξέρεις." Είπε ,με το πιο 'γλυκανάλατο' ύφος που έχει δει η ανθρωπότητα, στην Νίκη. Η καλή μέρα φαίνεται από μακριά, όπως και ο καλός ο άνθρωπος.
"Ας σας αφήσω ,λοιπόν, αξιαγάπητοι. Καλή μετακόμιση." Δήλωσε η Μενια με ένα 'χαμόγελο' στο πρόσωπο της.
Ψιθύρισε ένα 'καλή δύναμη' στην Νίκη και έφυγε εκνευρισμένη από το διαμέρισμα. Ο Στέφανος κοιταξε την Νίκη, που έπιανε το ρολόι της νευρικά, και ρώτησε
"Να πάω να φέρω τα πράγματα μου;"
"Ναι βεβαίως, μήπως θέλεις κάποια βοήθεια;" ρώτησε η Νίκη προσπαθώντας να δείξει την καλή της διάθεσή, όμως ο Στέφανος την πρόλαβε με άλλη μια 'χαριτωμένη' απάντηση
"Όχι, δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου."
Έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ της πολυκατοικίας.
"Καλά θα πάει και αυτό." Είπε η Νίκη στον εαυτό της και πήρε μια ανάσα.
Πόσο καλά θα πάει αυτό;
YOU ARE READING
Συγκατοίκηση με το ζόρι
HumorΈνα παραλήρημα που σκέφτηκα ένα ζεστό βράδυ του Μαΐου. Αφιερωμένο στη φίλη μου που θα πεθάνει παρθένο ελαιόλαδο με αυτά που κάνει ;)