ένα παιδί

13 2 0
                                    

  Νύχτα, χειμώνας, ένα παιδί ξαπλωμένο μπροστά στο αναμμένο τζάκι, επάνω στο χαλί που κρατάει το πάτωμα ζεστό. 

Καθόταν με τις ώρες εκεί και διάβαζε κόμικς, αγαπούσε πολύ τον Ντόναλντ Ντακ και τον Μίκι Μάους, είχε όλα τους τα κόμικς και μεγάλωνε μαζί τους, περνούσανε κάθε περιπέτεια όλοι μαζί και πότε δεν το άφησαν μόνο του.
   Που και που, κοιτούσε έξω απ' το παράθυρο τον χιονισμένο ουρανό και περίμενε, περίμενε να δει. Περίμενε να δει τον Αϊ Βασίλη να έρχεται με το έλκηθρο και τους ταράνδους ή τουλάχιστον να ακούσει τα βήματα του στην σκεπή και έτσι έγινε.
  Κάπου στις τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα, μισοκημισμένο, άκουσε έναν θόρυβο, έτρεξε κουτουλόντας και σκοντάφτοντας σε κάθε έπιπλο που έβρισκε μπροστά του απ' τη νύστα, κρύφτηκε πίσω απ' τον καναπέ. « αυτό είναι, αυτό είναι ναι!!!» Σκεφτόταν το παιδί πλέον ξύπνιο και ενθουσιασμένο που θα έβλεπε τον Αϊ Βασίλη από κοντά. « κατάφερα να κάνω τον Αϊ Βασίλη να νομίζει πως κοιμάμαι!!» Ένα πνιχτό γελάκι του ξέφυγε από τον ενθουσιασμό του και το παιδί έκλεισε το στόμα του με τα χέρια του.
  Οι θόρυβοι απ' την οροφή σταμάτησαν για λίγο και το παιδί σχεδόν δεν έπαιρνε ανάσα, πίστευε έτσι πως θα έκανε τον Αϊ Βασίλη να νομίζει πως ήταν ιδέα του το γέλιο του. Πολύ σύντομα οι ήχοι άρχισαν και πάλι να ακούγονται. Το παιδί κρατιόταν για να μην φωνάξει απ' την χαρά του.
  Κάτι ακούστηκε απ' το τζάκι και το δωμάτιο σκοτείνιασε, μόνο τα λαμπάκια του δέντρου ήταν αναμμένα με αποτέλεσμα ο φωτισμός να αλλάζει σινέχεια χρώμα. Μπλε, πορτοκαλί, κόκκινο και πάλι απ' την αρχή.
Ένας γδούπος ακούστηκε και ένα ακατανόητο παραμιλητό. Το παιδί κόντευε να σκάσει απ' τον ενθουσιασμό του. «θα πεταχτώ απ' τον καναπέ όσο τρώει κουλουράκια, θα τον τρομάξω και θα τρέξω να τον αγκαλιάσω και να του πω ευχαριστώ για τα δώρα μου και ότι ήμουν το καλύτερο παιδί φέτος!!» Το παιδί κρυφοκοίταξε πίσω απ' τον καναπέ για να δει τι κάνει ο άγιος Βασίλης.
  Ήταν γυρισμένος πλάτη και έτρωγε τα κουλουράκια με μανία, έτσι όπως έπρεπε να κάνει ο λιχούδης άι Βασίλης αλλά κάνει ήταν λάθος. Κάτι φαινόταν διαφορετικό αλλά το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ήταν παιδί όμως και δεν το ένοιαζε. «ΆΓΙΕ ΒΑΣΊΛΗ ΣΕ ΈΠΙΑΣΑ!!!» Φώναξε το παιδί με όλη του την ψυχή και πετάχτηκε απ' τον καναπέ τρέχοντας προς τα πάνω του με όλη του την φόρα.
  Τότε ο άγιος Βασίλης γύρισε απότομα να κοιτάξει το παιδί, εκείνο πάγωσε, έμεινε να κοιτάζει το πρόσωπο του Αγίου Βασίλη που κάθε άλλο παρά με αί Βασίλη εμιαζε. Το παιδί σάστησε, δεν μπορούσε να μιλήσει.
  Και ποιος δε θα πάγωνε μπροστά στη θέα ενός ανορεκτικού αγίου Βασίλη με αίμα στο πρόσωπο και περίεργα δόντια που εξέχουν απ' το στόμα του;
  Το παιδί κατάφερε να ανακτήσει το κουράγιο του και αργά αργά, σαν λεπτοδείκτης ρολογιού, άρχισε να πηγαίνει βήμα το βήμα προς τα πίσω. Αυτό, ό,τι κι αν ήταν, κοιτούσε το παιδί, χωρίς να κάνει κανέναν ήχο, άφησε τον γεμάτο σάκο του στο πάτωμα και τον άνοιξε, η βρώμα και η δυσωδία ήταν ανυπόφορες. Το πλάσμα άνοιξε παραπάνω τον σάκο και τον γύρισε ελαφρά για να μπορεί να δει το παιδί το εσωτερικό του.
  Το ανήλικο ούρλιαζε χωρίς φωνή απ' τον τρόμο του. Αντ' αυτού μπορούσε να νοιώσει την ψυχή του σιγά σιγά να εγκαταλείπει το σώμα του και να φεύγει όπως θα έφευγε η φωνή του αν μπορούσε να την βρει όταν την χρειαζόταν.
  Τώρα το παιδί πήγενε προς τα πίσω με πολύ γρήγορα βήματα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, ΜΠΑΜ. Το παιδί σκόνταψε στον καναπέ και έπεσε με το κεφάλι στο τραπέζι από πίσω, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιο μα δεν μπορούσε, τότε εκείνο, πλησίασε κοντά και χαμογέλασε με τα βρόμικα, κατεστραμμένα δόντια του να αποκαλύπτονται, ήταν η άβυσσος, τα κοιτούσε και το κοιτούσαν και αυτά.
  Το πράγμα ούρλιαξε και τα φώτα του δέντρου άρχισαν να τρεμοπαίζουν, οι κραυγές του ήταν σαν βγαλμένες κατευθείαν απ' την κόλαση, έτρεξε πάνω στο παιδί κουτσαίνοντας και του τράβηξε μια γερή δαγκωνιά στο πόδι κόβοντας του ένα κομμάτι, το αίμα του παιδιού κάλυψε τον καναπέ και το χαλί, όπως και ό,τι υπήρχε τριγύρω και τότε το παιδί βρήκε την φωνή του και άρχισε να ουρλιάζει με όλη του την δύναμη.
  Δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν απ' την εξώπορτα του σπιτιού, τόσο δυνατά που θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσαν να σπάσουν την πόρτα, μάλλον κάτι άκουσαν επιτέλους οι γείτονες. Η πόρτα έσπασε με έναν πάρα πολύ δυνατό κρότο και το παιδί πετάχτηκε απ' το κρεβάτι του λουσμένο στον κρύο ιδρώτα, ούρλιαζε τόσο δυνατά που ο λαιμός του είχε ματώσει.
  Προσπάθησε να συνέλθει και να κατέβει απ' το κρεβάτι αλλά κατάφερε μόνο το ένα. Του πήρε μερικές στιγμές για να καταλάβει που βρίσκεται και όταν συνειδητοποίησε παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια. Ήταν και πάλι στο άσυλο, δεμένο σε χέρια και πόδια, μπορούσε μόνο να σηκώσει λίγο το κεφάλι του. Τρεις γιατροί μπήκαν μέσα στο λευκό δωμάτιο τρέχοντας, οι δύο κράτησαν το παιδί ξαπλωμένο απ' τους όμους και ο τρίτος του κάρφωσε μια ηρεμιστική ένεση. Πριν πέσει και πάλι αναίσθητο το παιδί, κοίταξε την γωνία του δωματίου δίπλα απ' την πόρτα ασφαλείας. Κάτω απ' το άσπρο λούτρινο, για ασφάλεια, δέντρο, υπήρχε ένα κουτί, ένα κουτί με τα παιχνίδια που ζήτησε απ' τον Άγιο Βασίλη, μόνο που το κουτί ήταν βαμμένο κόκκινο.

                               ΤΈΛΟΣ
                     ΠΡΏΤΗΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 08, 2022 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

μικρές ιστορίες Where stories live. Discover now