ΕΠΙΘΥΜΙΑ

399 27 0
                                    

Παρασκευή, 26 Ιουλίου 1974

"Αγάπες μου, είμαι έτοιμος, φεύγω!"

Αυτό ανακοίνωσε ο Λάμπρος ανεβαίνοντας τα σκαλιά από το μπάνιο προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν η μία από τις τρεις μέρες της εβδομάδας που αφιέρωνε στους ξεχωριστούς μαθητές του, εδώ και εφτά συναπτά έτη. Κάποια από τα παιδιά που τον είχαν υποδεχτεί εκείνη την πρώτη μέρα ήταν πια ενήλικες, άλλα τον συντρόφευαν όλα αυτά τα χρόνια, ενώ δεν έλειπαν και νέες προσθήκες στην τάξη. Όλα τους αξιοθαύμαστα παιδιά με όρεξη και ζήλο για μάθηση, που σε τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν άτομα με όλες τους τις αισθήσεις. Ήταν μια απασχόληση που τον γέμιζε χαρά και ευγνωμοσύνη, καταφέρνοντας σχεδόν να παραγκωνίσει την πιο βαθιά του επιθυμία. Πίστευε πως δε θα την άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Εκτός... Μα ακόμη κι έτσι, δύσκολα θα εγκατέλειπε αυτή τη θέση που λειτούργησε καταλυτικά σε μια απ' τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του.

Στάθηκε απορημένος στη μέση του δωματίου. Μπορεί το επάγγελμα του να επέτασσε άλλου είδους ενδυμασία, μα με τις υψηλές θερμοκρασίες της εποχής, μακρυμάνικα πουκάμισα και σακάκια ήταν απαγορευτικά. Αν και του είχε φανεί αταίριαστο για το ρόλο του στην αρχή, σταδιακά υιοθέτησε κοντομάνικες μπλούζες και πουκάμισα. Θυμόταν με χαμόγελο το ξάφνιασμα των μαθητών του την πρώτη φορά που, αντί για ύφασμα ρούχου, άγγιξαν το γυμνό του χέρι ως το μπράτσο. Κάπως έτσι ήταν ντυμένος και κείνο το πρωί, με λευκό λινό πουκάμισο και μπλε παντελόνι, δώρα από τη γυναίκα και την κόρη του στην ονομαστική του εορτή. Ο χαρτοφύλακας περίμενε στην καρέκλα και δίπλα τα κλειδιά του αμαξιού που είχαν αγοράσει λίγα χρόνια πριν.

"Ελένη; Ελπίδα;" φώναξε ξανά κουμπώνοντας το ρολόι του και επιβεβαιώνοντας πως είχε ακόμη αρκετό χρόνο στη διάθεση του. Όμως σιγή είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι. Το πρωινό έστεκε μισοτελειωμένο στο τραπέζι, η φλυαρία της μικρούλας είχε παύσει, καμιά ένδειξη κίνησης και ζωής πουθενά. Ο Λάμπρος έριξε μια ματιά στο παιδικό δωμάτιο, χωρίς αποτέλεσμα. Άρχισε να μπαίνει στο κόλπο. "Εγώ φεύγω!" προειδοποίησε και περίμενε. Πάλι σιωπή. "Φεύγω και δεν έχω ούτε γυναίκα ούτε κοριτσάκι να μου δώσουν ένα φιλάκι!" συνέχισε με προσποιητό παράπονο πηγαίνοντας επίτηδες πάνω κάτω στα δωμάτια. "Έφυγαν και με άφησαν μόνο μου σ' αυτό το σπίτι χωρίς τις σφιχτές αγκαλίτσες τους! Θα φύγω, λοιπόν, έτσι, χωρίς ένα "Γεια σου μπαμπάκα!" και σε όποιον συναντώ θα ρωτάω "Μήπως είδατε μια νεράιδα με καστανές μπούκλες και ένα θεότρελο νεραιδάκι με κοτσίδια που μου κρύβεται όλη την ώρα;"

Ο ΦΑΚΕΛΟΣWhere stories live. Discover now