Κεφάλαιο 1

698 88 83
                                    

Αθήνα, Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ξύπνησε μ' ένα φοβερό πονοκέφαλο, λες και κάποιος είχε βάλει μια μέγγενη στο κεφάλι του και την πίεζε συνεχώς. Πέταξε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του και σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Στην προσπάθειά του αυτή ένιωσε εκείνον τον γνώριμο πόνο στο αριστερό του πόδι, σα να τον τρυπάει σίδερο κι ύστερα ένα γλυκό μούδιασμα που έπιανε μέχρι το γόνατο. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία. Το είχε κάποτε χτυπήσει αυτό το πόδι, όταν έκανε αθλητισμό. Τότε βέβαια, με την τρέλα της νιότης δεν είχε δώσει και πολύ σημασία. Τώρα όμως, λίγο η υγρασία, λίγο η ηλικία του, του υπενθύμιζαν κάθε μέρα εκείνο το πέσιμο.

Ήταν τερματοφύλακας την εποχή εκείνη που το έπαθε. "Αν δεν είχα πέσει με τον τρόπο που έπεσα, θα το είχαμε φάει το γκολ", θυμήθηκε κι ένα ίχνος χαμόγελου ζωγραφίστηκε στα λεπτά του χείλη. "Τι αγώνας κι αυτός! Τρία γκολ τους βάλαμε και δεν φάγαμε ούτε ένα, χάρη σ' εμένα! Έτσι πήραμε και το κύπελλο!". Κοίταξε τον τοίχο απέναντί του, που ήταν σκεπασμένος με αμέτρητες φωτογραφίες και χαρτάκια. Πήγε κοντά για να δει καλύτερα και το βλέμμα του σταμάτησε σε μια που τον έδειχνε μαζί με τους συμπαίκτες του να πανηγυρίζουν κρατώντας το κύπελλο ψηλά κι ο κόσμος γύρω τους να χειροκροτεί όρθιος. Νόμιζε πάντα, όταν κοίταγε αυτές τις φωτογραφίες, ότι ήταν τραβηγμένες αιώνες πριν.

"Δεν βαριέσαι", είπε αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Πήγε στον νιπτήρα να πλυθεί και κοιτάζοντας το πρόσωπό του στο μικρό καθρεφτάκι αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά ποιος ήταν αυτός που έβλεπε. Πάντα αισθανόταν περίεργα με αυτήν την διαδικασία. Ο ίδιος μέσα του ένιωθε πως ήταν το ίδιο πρόσωπο των φωτογραφιών, όταν όμως κοίταζε στον καθρέφτη, έβλεπε έναν τύπο γερασμένο, ταλαιπωρημένο και λίγο άσχημο. Πιο παλιά νόμιζε πως ήταν ωραίος, του είχανε φουσκώσει και τα μυαλά τα κοριτσόπουλα που τον περιτριγύριζαν. "Ξέρεις τι είναι", έλεγε, "από το πουθενά, απ' την αυλή του σπιτιού σου σε κάποιο χωριό, να βρεθείς στα μεγάλα γήπεδα, στα μεγάλα σαλόνια συντροφιά με μια αγέλη γυναικών, που σε κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω, λες και σου παίρνουν μέτρα για κοστούμι! Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να καβαλήσει το καλάμι".

Σκούπισε τα χέρια του στη γαλάζια πετσέτα του και τη δίπλωσε προσεχτικά βάζοντάς την δίπλα, στο ραφάκι. Πήρε το μπουκάλι με την κολόνια και έβαλε λίγο στο πρόσωπο και το λαιμό του. Ήταν η μόνη πολυτελής συνήθεια που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να έχει εδώ μέσα. Οι άλλοι τον κορόιδευαν γι' αυτό και του είχαν βγάλει το παρατσούκλι "ο Άρχοντας". Δεν τον ενοχλούσε, ίσα ίσα που του άρεσε κιόλας. Του έδινε κύρος, αυτοπεποίθηση. Η αλήθεια είναι πως όλοι εκεί μέσα τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν, ότι κι αν γινόταν ζητούσαν τη γνώμη του και τον άκουγαν πάντα με προσοχή. Εκείνος πάλι, είχε κάνει σαφές από την αρχή ότι δεν σήκωνε και πολλά πολλά και καλά θα έκαναν, αν ήθελαν να τα πάνε καλά, να τον αφήσουν ήσυχο. Στην αρχή φυσικά αντέδρασαν. Σιγά σιγά όμως, όχι μόνο τον αποδέχτηκαν αλλά άρχισαν να τον λογαριάζουν κιόλας.

Σφραγισμένες Αλήθειες (Σκοτεινή Εικόνα)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora