- Δεν μπορείς να μείνεις δηλαδή λίγο μαζί μου; Δεν με σκέφτεσαι και εμένα; Άρρωστο το παιδί τόσες μέρες και τώρα κρυωμένη και εγώ, αν χρειαστεί κάτι ο μικρός; Εκλιπαρούσε η Βασιλική τον άνδρα που έβλεπε να φτιάχνεται στον καθρέφτη. Του θύμιζε εκείνη το χρέος του στην οικογένεια του αφού δεν το σκεφτόταν από μόνος του.
- Ξέχνα το. Είπα έχω δουλειά, θα βγω. Δεν θα κλειστώ εγώ μέσα επειδή εσύ και ο μικρός κάπου κρυώσατε. Δεν είστε και του θανατά στο κάτω κάτω.
- Γιατί και να ήμασταν εσύ θα νοιαζόσουν; Σκληρή η γυναικεία φωνή, λεπίδι, έφτασε στα αυτιά του άντρα της. Δεν του χαρίστηκε αυτή τη φορά. Την αδιαφορία του για εκείνη την είχε πια συνηθίσει, μα δεν μπορούσε να δεχτεί πως δεν νοιάζονταν μήτε για το παιδί του. Ούτε εικοσιτετράωρο δεν είχε κλείσει ο μικρός χωρίς πυρετό από την προηγούμενη εβδομάδα σχεδόν που ανέβασε. Έτσι είναι τα παιδιά, της είπαν όσοι ρώτησε για να ησυχάσει. Παιδικές αρρώστιες σκέφτηκε και εκείνη. Μα μέρα νύχτα πάνω από το προσκεφάλι του δεν άργησε να κολλήσει και είχε από το μεσημέρι που ένιωθε το κεφάλι της κάπως βαρύ.
- Βούλωσε το! Γύρισε εξαγριωμένος ο Στεφανής προς το μέρος της. Το χέρι του σηκώθηκε απειλητικά. Ασυναίσθητα έσκυψε η κοπέλα να αποφύγει το χτύπημα που ευτυχώς δεν ήρθε ποτέ, έμεινε το χέρι του εκεί να στέκει απειλητικό. Μετέωρη η απειλή κρεμόταν από πάνω της. Μαύριζε την ψυχή της ο φόβος κάθε φορά που τον έβλεπε θυμωμένο.
- Βούλωσε το! Φτάνει πια με την γκρίνια σου, άντε πολλά είπες πάλι! Την έσπρωξε απότομα και λίγα λεπτά μετά ακούστηκε πίσω του η πόρτα να κλείνει ενώ εκείνος έφευγε βλαστιμώντας.
Χάλκινοι ακούγονταν στα αυτιά της οι ήχοι των δεικτών του ρολογιού που γύριζαν μετρώντας περασμένες ώρες. Σύντομα ο πυρετός που φούντωνε στο σώμα της βάρυνε και τα βλέφαρα, έγειρε η κοπέλα στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια της. Ο δειλός χτύπος στην πόρτα την έκανε μετά από ώρα να ανασηκώσει το κεφάλι της απορημένη. Ο Στεφανής είχε κλειδιά, ποιος μπορεί λοιπόν να ήταν; Τα θαλασσιά μάτια που συνάντησε έφεραν στο στήθος της ένα ελαφρύ πετάρισμα.
- Βασιλική... Είστε καλά; Ε, πέρασα να δω τον μικρό που ήταν άρρωστος. Μπορώ; Ρώτησε με μια ανάσα ο νέος ενώ τα μάγουλα του έπαιρναν το χρώμα της ώριμης φράουλας.
- Ναι Μαθιό, πέρνα. Καλύτερα είναι, σε ευχαριστώ πολύ που πέρασες. Ψιθύρισε ντροπαλά και εκείνη.
ESTÁS LEYENDO
Δεύτερη πνοή
FanficFanfic για Μαθιό και Βασιλική Οι ήρωες ανήκουν στον συγγραφέα του βιβλίου Σασμός, Σπύρος Πετρουλάκης