Χαμομήλι

220 19 4
                                    

Μπορεί να ξημέρωνε.

Τα παραθύρια της καλύβας ήταν όλα διπλοσφραγισμένα, και μόνο ένα διστακτικό φως μπαινόβγαινε νωχελικά μέσα απ' τις γρίλιες, τρύπωνε για να ρίξει μια ματιά στο θαύμα που σε διάστημα ωρών θ'αντίκριζε για τρίτη φορά την ανατολή του ηλίου. Το φεγγάρι, ακατάδεχτο, είχε καλυφθεί απο σύννεφα. Αυτό θα 'πρεπε να κάνει υπομονή για να καλωσορίσει το θαύμα.

Μια ανάσα νέα στον κόσμο φούντωνε μέσα στο μικρό στηθάκι, έβρισκε το δρόμο της έξω απ' το σωματάκι και διέχεε στον οντά, αφήνοντας το αποτύπωμά της σε κάθε ανέγγιχτη επιφάνεια. Μια ανάσα που μπορούσε ν' ακουστεί σ'όλο τον κόσμο. Έτσι του φαινόταν.

Είχε συντονίσει τα ένστικτά του με κείνη την ανάσα. Κάποιες ώρες μόνο, μα είχε προλάβει κιόλας να θέσει τον εαυτό του υπο τις διαθέσεις ενός πλάσματος που δεν είχε ακόμη ανοίξει τα μάτια του. Τι αδίστακτη η ζωή. Τα χέρια του λες κι είχαν προσαρμοστεί να γίνουν πιο μαλακά, αφράτα σαν μαξιλάρι. Τα πόδια του έτοιμα να τρέξουν. Το πρόσωπό του· τα μάτια, τ'αυτιά του. Άκουγαν κι έβλεπαν πράγματα αδιανόητα, αυτά που θα του ήταν αδιάφορα κάποιο άλλο φεγγάρι. Όλες οι αισθήσεις του δούλευαν ακούραστα για ένα σώμα που χωρούσε σχεδόν στη μια παλάμη του.

Εκείνη κοιμόταν, γερμένο το κορμί της στα πλάγια, τυλιγμένο με όσες κουβέρτες ήταν δυνατό να το κάνουν να μοιάζει στιβαρό. Είχε καταφέρει να πλαγιάσει μετά απο ώρες ξαγρύπνιας. Ο Αντρέι την λοξοκοίταζε απ' τη θέση που είχε πάρει δίπλα στο καλάθι· μέσα στο σκοτάδι μπορούσε να δει μόνο το χέρι της έτσι όπως έσφιγγε την κουβέρτα. Την είχε καταπιεί ολόκληρη η γαλήνη που ακολουθεί τον πανικό, πανικός που είχε ξεχειλίσει με το που αντάμωσε το μικρό θαύμα της. Αυτό το θεϊκό πλάσμα που είχε βγει απ' το σώμα της. Πανικός για το αν είχε γεννηθεί υγιές, αν το κλάμα του ήταν αρκετά δυνατό. Τώρα της άξιζε λίγη ξεκούραση - κι όμως, έτσι όπως την παρατηρούσε, ο Αντρέι σκέφτηκε οτι δεν κοιμόταν πραγματικά. Ίσως το σώμα της είχε προσωρινά βυθιστεί σε ακαμψία, μια νάρκη που το 'κανε να μοιάζει ακίνητο και ήσυχο· μα σίγουρα ο νους της φτερούγιζε πάνω απ' το καλάθι, στο ίδιο σημείο που καθόταν τώρα κι ο ίδιος.

Η Σοφία του είχε πει κάποτε οτι ο ύπνος της μάνας δεν είναι ποτέ μόνο δικός της. Τα όνειρά της δεν είναι ποτέ κτήμα της. Το σώμα της παύει να υπακούει μόνο στις δικές της διαθέσεις. Κι ο Αντρέι τότε το είχε βρει άδικο, τερατώδες, απάνθρωπο. Ένα τόσο μικρό κι ανήμπορο πλάσμα να έχει τη δύναμη να κλέψει την αποκλειστικότητα του εαυτού...

ΧαμομήλιWhere stories live. Discover now