Κεφάλαιο 7

12 5 0
                                    

Ήταν πλέον απόγευμα όταν η Βίκυ ξύπνησε.. είχε καιρό να κοιμηθεί καλά.
Ξύπνησε και βρήκε τον Χένρι ξαπλωμένο δίπλα της.. Ξαφνιάστηκε. Φαινόταν τόσο γαλήνιος καθώς κοιμόταν. Δεν τον είχε ξανά δει έτσι. Πάντα είχε ένα ψυχρό βλέμμα. Ένιωθε ότι τον εμπιστευόταν. Και ας μην ήταν άνθρωπος και ας ήταν 1567 χρονών και ας δεν είχε μείνει καθόλου ανθρωπιά μέσα του.
Σηκώθηκε και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο.. πόσο της άρεσε εκείνο το μπαλκόνι. Μπορούσε να κοιτάει εκεί για ώρες ολόκληρες.
Ξαφνικά πίσω της ένιωσε και μια ακόμη παρουσία. Δεν μιλούσε απλά κοίταζε. Κοίταζε δίπλα από το κεφάλι της. Και δεν ήταν άλλος από τον Χένρι. Εκείνη του χαμογέλασε.

"Έλα.. νομίζω τώρα είναι η ώρα να φύγεις!" Της είπε ευγενικά
Είχε δίκιο. Δεν είχε φάει από την προηγούμενη ημέρα. Αλλά δεν ήθελε να φύγει. Όχι χωρίς αυτόν.. και όμως έπρεπε. Έτσι αποχαιρετίστηκαν.

Η Βίκυ συναντιόνταν με τον Χένρι μόνο το βράδυ και ξενυχτούσαν όλη την νύχτα. Γελώντας μιλώντας..άρα εκείνη κοιμόταν όλο το πρωί.

Είχε πολύ χρόνο να σκεφτεί. Ήταν πανσέληνος σήμερα και ο ουρανός ήταν καθαρός. Έτσι σκέφτηκε να πάει για έναν περίπατο.

Μισή ώρα αργότερα βρέθηκε κοντά σε εκείνο τον δρόμο...εκεί που είδε πρώτη φορά τον Χένρι. Περπάτησε προς τα εκεί.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Κοίταξε βιαστικά πίσω της και είδε έναν μεγαλόσωμο λύκο να τρέχει προς το μέρος της. Εκείνη τρομοκρατήθηκε και άρχισε να τρέχει όμως ήταν γρηγορότερος. Έπεσε πάνω της και της άρπαξε την μαύρη μακριά ζακέτα που φορούσε και έφυγε λίγο πιο πέρα. Ξαφνικά ο λύκος που της επιτέθηκε μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο.. τυλιγμένο στην ζακέτα της και τότε της φώναξε.
"Τι κάνεις μες την νύχτα σε τούτο τον δρόμο με πανσέληνο?! Θα μπορούσα να σε έχω σκοτώσει!!!"
Η Βίκυ όμως είχε μείνει άναυδη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια της.
"Τι συμβαίνει..? Τι είσαι..?"
"Ααα..ώστε δεν ξέρεις τίποτα.. για αυτό ήταν τόσο έντονη η μυρωδιά του φόβου.." είπε "είμαι λυκάνθρωπος.. είμαι ο Ραλφ. Τώρα αν με συγχωρείς πρέπει να βρω να ρούχα μου" είπε και τότε τα βρήκε κάτω από έναν θάμνο και της επέστρεψε την ζακέτα της..

"Δεν μου είπες τo όνομα σου " της είπε
"Με λένε Βικτώρια." Του είπε.
"Και τι κάνεις τέτοια ώρα σε ένα τέτοιο δρόμο.?"
"Απλά περπατούσα.."
"Μάλιστα... Πάντως απορώ πως γίνεται να κρύβεις τόσο καλά τον φόβο σου."
"Και εσύ που ξέρεις ότι φοβάμαι?"
"Το μυρίζω.."
"Αν είσαι λυκάνθρωπος τότε...πώς έγινες άνθρωπος πριν ξημερώσει.?"
" Ας πούμε δεν είναι ένας πολύ συνηθισμένος λυκάνθρωπος.. τέλος πάντως! Είναι επικίνδυνα να γυρίσεις μόνη σου."

Eternity of bloodthirstWhere stories live. Discover now