Η αρχή του τέλους

34 9 2
                                    

Τρεις εβδομάδες αργότερα η έρευνα είχε μείνει στάσιμη, και η απογοήτευση ήταν διάχυτη στο δωμάτιο που πλέον μέρα νύχτα μοιράζονταν ο Τζον και η Ιζαμπελ.
<< Κάτι μας διαφεύγει σίγουρα, ο δολοφόνος, η ότι άλλο μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό που ήταν δεν μπορεί απλά να εξαφανίστηκε!>> άρχισε η Ιζαμπελ με φωνή που διαπνεονταν από ξεκάθαρη απόγνωση.
<< Ίσως ειναι κάποιο πλάσμα που δεν έχουμε ξανα συναντήσει και μπορεί πραγματι να εξαφανιστεί>>
Αποκρίθηκε με αμήχανο γέλιο ο Τζον σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να ελαφρύνει λιγο το κλίμα.
<< Εάν τελείωσες με τα ανόητα αστεία σου έχω να βρω τον δολοφόνο του αδελφού μου, και εάν όντως πιστεύεις όσα λες τότε βρήκα λάθος άτομο να συνεργαστώ>> φώναξε εκείνη με φωνή διαπεραστική, καθώς κατευθυνόταν με γρήγορες δρασκελιες προς την εξώπορτα. Πριν προλάβει να πάρει απάντηση από τον Τζον και με τον ίδιο εκνευρισμένο τόνο συνέχισε
<< Πηγαίνω στην βιβλιοθήκη πάλι να δω μήπως μπορώ να βρω κάτι καινούριο. Ίσως βρω και τίποτα για το πολυπόθητο πλάσμα στο οποίο αναφερεσαι αν ξέχασε να εξαφανίσει μαζί του και τα στοιχεία που θα μας βοηθήσει να το βρούμε >> και με έναν δυνατό κρότο έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Γνώριζε πολύ καλά πως ο Τζον προσπαθούσε να βοηθήσει. Όχι μόνο στην διαλεύκανση της υπόθεσης αλλά και σε ότι άλλο μπορούσε. Το ότι τον είχε κοντά της ήταν το μόνο που την απετρεπτε από το να καταρρεύσει, η να δώσει η ίδια ένα τέλος σε όλο αυτό το μαρτυριο και να επανασυνδεθει με τον αδελφό της. Από τις σκέψεις την την αποτραβηξε βίαια η φωνή του οδηγού στο λεωφορείο, λέγοντας της πως έφτασαν στην βιβλιοθήκη. Κάνοντας αυτήν την διαδρομή κάθε μέρα σχεδόν έναν χρόνο τώρα, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει κάνεις τον προορισμό της. Ακόμα και η ίδια περπατούσε μηχανικά στον ίδιο δρόμο, περνώντας μπροστά από τις ίδιες καφετέριες, χαιρετωντας για ακόμη μια φορά τους ιδιοκτήτες. Εκείνοι με συμπόνια της χαμογελούσαν, σαν να γνώριζαν καιρό τώρα τι είχε συμβεί, καθώς η απουσία του αδελφού της που συνήθιζε να την συνοδεύει όπου πήγαινε προδιδε περισσότερα απο οτι ηταν η ίδια έτοιμη να παραδεχτεί. Μόλις έφτασε στην βιβλιοθήκη πέρασε κατευθείαν το κατώφλι. Υπήρχαν εποχές που θα έπαιρνε τον χρόνο της να θαυμάσει το πανέμορφο κτήριο, να γευτεί την σιωπηλή, γλυκιά ξεγνοιασιά που της προσέφερε η ανάγνωση των βιβλίων κάτω από το κιτρινοπό φως του ήλιου που παιχνιδιζε μπροστά, και πάλι πίσω από τα σύννεφα. Οι εποχές αυτές όμως ήρθαν στο τέλος τους την στιγμή που ο Άλαν άφησε την τελευταία του πνοή, ζεστή στο σβέρκο της. Σαν να την ένιωσε πάλι έπιασε ασυνείδητα το πίσω μέρος του λαιμού της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Συνέχισε κάπως αποθαρρυμενη την γνωστή πορεία της προς το πιο απομακρυσμενο τμήμα της βιβλιοθήκης, εκείνο που στα ράφια του έκρυβε τα πιο παλιά και μυστήρια βιβλία. Θαμμένα στις σκονισμενες τους σελίδες βρίσκονταν αποτρόπαια μυστικά θανατηφόρα ξόρκια. Τότε τον είδε. Καθόταν ακουμπισμένος με την πλάτη του στον τοίχο, έχοντας τα πόδια του σταυρωμένα και στα χέρια του ένα βιβλίο χωρίς τίτλο. Το βλέμμα του διαπέρασε το δικό της. Το σκίρτημα της καρδιάς της, εμπόδισε ο πόνος που καιρό τώρα ειχε εγκατασταθεί εκεί και δεν επέτρεπε σε κανένα αλλο συναίσθημα ούτε να ξαποστάσει.
Τον πλησίασε με αργά βήματα ενώ εκείνος την κοίταζε επίμονα με εκείνο το γνώριμο σκοτεινό βλέμμα. Σταμάτησε να περπατά και δίστασε του μιλήσει βλέποντας την αντίδραση του.
<<Καλημέρα>>
είπε εκείνος και η φωνή του ήταν πολύ διαφορετική από ότι θυμόταν. Πόσο την αδικούσε η ανάμνηση που είχε φυλάξει ,κρυφα και απο τον ίδιο της τον εαυτό, τόσες μέρες στο μυαλό της. Δεν κατάφερε να απαντήσει και έμεινε να τον κοιτάζει. Εκείνος συνοφρυώθηκε απορημένος και αμέσως το βλέμμα της έπεσε στο πάτωμα.
<<Λοιπόν τι θα διαβάσεις σήμερα;>>
Ρώτησε διακόπτοντας την αμηχανία με ένα πειραχτικό γέλιο. Εκείνη απάντησε με πιο σίγουρη φωνή από ότι περίμενε
<<δεν έχει κάτι καινούριο για σήμερα, ήρθα να επιστρέψω τα βιβλία που είχα δανειστει>>
νιώθοντας ηδη ευάλωτη με όσα του είχε αποκαλύψει στην πρώτη τους συνάντηση. Έκανε να φύγει αλλά η φωνή του την σταμάτησε.
<< Νομίζω πως εφόσον εμαθα την περίεργη αγάπη σου για το υπερφυσικό, το λιγότερο που μου χρωστάς είναι το όνομα σου.>>
Της αποκριθηκε με ένα χαμόγελο που της φάνηκε πιο γνήσιο από εκείνο που της είχε χαρίσει την πρώτη φορά.
<<Ίζαμπελ , και νομίζω πως αφού μοιράστηκα μαζί σου τα "περίεργα" ενδιαφέροντα μου, δεν μπορώ να αρκεστώ μόνο στο όνομα σου, αλλά οφείλεις να μοιραστείς κάτι εξίσου εξεφτελιστικο.>> ξεφωνησε μιμούμενη το χαμόγελό του. Μετά από έναν χρόνο ήταν η πρώτη φορά που χαμογελούσε χωρίς να της επιβάλλει η περισταση να το κάνει. Παρότι ένιωσε τύψεις που ο αδελφός της βρίσκονταν κάτω από το χώμα, ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε άλλη εκφραση εκτός από την ζοφερή ενός νεκρού, έστω για λίγο ξέφυγε απο το μπουντρούμι της θλίψης της και γέλασε με την ψυχή της, ή οποίο κομμάτι αυτής είχε μείνει άθικτο.

<<Άνταμ, και δεν τολμώ να αποκαλύψω εκούσια κάποιο εξεφτελιστικο κομμάτι του εαυτού μου, ειδικά σε κάποια που ίσως είναι ικανή να στείλει δαίμονες να με εκδικηθούν σε περίπτωση που δεν αρκεστεί στην απάντηση μου>>.
ειπε χαμογελώντας και έφυγε προς την αντίθετη μεριά.
<< Πάντως χάρηκα που σε γνώρισα "μυστήρια" Ιζαμπελ, ελπίζω να ξανα συναντηθούμε>>
συνέχισε, έχοντας ηδη φύγει από μπροστά της. Βγαίνοντας από το κτίριο, πυκνές σταγόνες έπεφταν με ορμή πάνω στα ρούχα της Ίζαμπελ που πλέον ήταν μουσκεμένα αλλά το χαμόγελό της ήταν ακόμη χαραγμένο στα χείλη της. Έμεινε για λίγο έξω θαυμάζοντας το όμορφο τοπίο απολαμβάνοντας την μυρωδιά της βροχής. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της εμποδίζοντας το κρύο. Μετά από πολύ καιρό ένιωσε για λίγο ηρεμία, καθώς ο νωπός και καθαρος αερας γέμιζε τα πνευμονία της όσο έπαιρνε βαθιές ανάσες. Γύρισε μετά από ώρα στο σπίτι και λίγο πριν προλάβει να περάσει το κατώφλι της πόρτας, την είδε να ανοίγει και αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο του Τζον. <<Τι συνέβη;>>
τον ρώτησε τρομαγμένη
<<Τρεις φόνοι στις γύρω περιοχές, αυτό συνέβη>>,είπε και στηρίχτηκε στην άκρη του τοίχου για να μην καταρρεύσει
<<Τζον είσαι καλά; Πάμε μέσα να μιλήσουμε σε παρακαλώ εδώ είμαστε εκτεθειμένοι>>.
Εκείνος έγνεψε και κάθισαν στον τεράστιο βελούδο καναπέ απέναντι από την τηλεόραση. <<Πότε έγινε αυτό; πιστεύεις ότι έχει σχέση με...>>
Σταμάτησε και αντάλλαξαν μια ματιά γεμάτη τρόμο.
<<Άνοιξε την τηλεόραση! Μιλάνε για αυτό παντού. Αν έχει σχέση με αυτό που ψάχνουμε πρέπει να βιαστούμε. Ίσως να μην έχουμε πολύ χρόνο>>.
Τώρα ήταν και οι δύο αναστατωμένοι. Εκείνη η νύχτα επανέφερε την Ίζαμπελ στην θλιβερή πραγματικότητα της ζωής της. Πήρε τον υπολογιστή στα πόδια της και άρχισε να ψάχνει λεπτομέρειες για τους φόνους. Κανένα στοιχείο, κανένα ίχνος που να οδηγούσε σε υπόπτους. Όλη τη νύχτα πληκτρολογούσε ονόματα και διευθύνσεις ώσπου ένιωθε τα ακροδάχτυλα της μουδιασμένα. Η μόνη συντροφιά της ήταν ο ζεστός καφές που απολάμβανε λίγο λίγο την ζεστασιά του ως το ξημέρωμα...

The Curse Of WendigoМесто, где живут истории. Откройте их для себя