"Α, Γκούρεν."

3 1 0
                                    

Ο χειμώνας είχε πλέον φτάσει στην Σιντζούκου. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και κρύο πάνω στα ελάχιστα κτήρια που είχαν απομείνει και τα συντρίμμια που απλώνονταν σε όλη την έκταση της πόλης.
Αν και τώρα πια βρισκόταν σ’ έναν κατεστραμμένο κόσμο, όπου οι ζωές αναρίθμητων ανθρώπων κρέμονταν από τα χέρια του, ο Γκούρεν δεν μπορούσε να αγνοήσει πόσο όμορφο ήταν το χιόνι. Ο αντισυνταγματάρχης, του οποίου οι διαταγές μπορούσαν να στείλουν στο θάνατο τους ανθρώπους που είχαν απομείνει, λαχταρούσε το χιόνι σαν μικρό παιδί. Είχε ερωτευτεί τον τρόπο με τον οποίο οι μικρές, παγερές νιφάδες έπεφταν και έλιωναν στις παλάμες του. Το χιόνι δεν επέλεγε σε ποιους θα πέσει. Δεν διάλεγε να ασπρίσει τους κήπους μόνο των εύπορων, των διασήμων, των ευκατάστατων. Για το χιόνι όλοι ήταν ίσοι και το ίδιο εύκολο να τους καλύψει με το λευκο πέπλο του.
Μια λεπτή στρώση είχε σκεπάσει τα συντρίμμια γύρω του, όλα ήταν καλυμμένα από την ολόλευκη κουβέρτα, όπως ήταν πριν. Όπως ήταν πάντα. Αν αγνοούσε την ερημιά, την έλλειψη οποιουδήποτε σημαδιού ζωής, όλα φαίνονταν σχεδόν φυσιολογικά. Σηκώνοντας τα μάτια του προς τον ορίζοντα, ξεχώρισε τα απομεινάρια μιας πολυκατοικίας, που σιγά σιγά ρήμαζαν όλο και περισσότερο ώσπου να πέσουν και να καταστρέψουν την απόδειξη πως, κάποτε, αυτό το μέρος ήταν γεμάτο ανθρώπους.

Άρχισε να περπατάει ακόμη γρηγορότερα. Λες και η φθορά αυτού του μέρους τον απειλούσε. Ή σαν να την φοβόταν. Ένιωσε ότι όσο πιο γρήγορα πήγαινε, τόσο πιο επίμονα τον κυνηγούσε. Και τον έπνιγε.
25 Δεκεμβρίου. Μία ημέρα εορτασμού πριν την Αποκάλυψη. Για τους υπόλοιπους, δεν ήταν σημαντική πλέον, αλλά για τον Γκούρεν ήταν μέρα ανάκλασης και στοχασμού. Θυμόταν κάθε χρόνο τι είχε κάνει. Θυμόταν το βάρος που είχε βάλει στους ώμους του. Θυμόταν τι είχε προκαλέσει στον κόσμο. Θυμόταν τον χρόνο που τον πίεζε ασφυκτικά να βρει μια λύση. Θυμόταν τι είχε να κάνει…

Όσο περνούσε την είσοδο μιας πολυκατοικίας που ακόμα στεκόταν ασάλευτη παρά το χάος γύρω της, άφησε πίσω του την ανάσα του, βλέποντας το χνώτο του να πλανάται στον αέρα, ασημένιος και στιλπνός, πριν τυλιχτεί από το κρύο και χαθεί πάλι. Τα βήματά του σταμάτησαν μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος του Σίνια. Η ζέστη που απέπνεε το δωμάτιο όταν άνοιξε την πόρτα έφτασε στα μάγουλά του και ο Γκούρεν έκλεισε τα μάτια του για να την απολαύσει, σταματώντας στη θέση του για λίγο. Υπήρχε παντού ένα όμορφο, θερμό φως από την φωτιά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη – απολαυστική ίσως. Ο Γκούρεν ένιωσε ένα χαμόγελο να παίζει στα χείλη του όταν είδε τους συντρόφους – όχι, τους φίλους του – να απολαμβάνουν την παρουσία ο ενός του άλλου.

"Θα σε αγκαλιάζω μέχρι να φύγει ο πόνος..."Where stories live. Discover now