Ναϊάδα

6 2 5
                                    

Ο αγαπημένος της μήνας ήταν με απόλυτη σιγουριά ο Αύγουστος, άλλοτε με τους καύσωνες του και άλλοτε με τις ξαφνικές μπόρες σαν την εσωτερική μάχη που μαινόταν μέσα στα στήθη της. Η ίδια φρόντιζε με μαεστρία να κρύβει πίσω από τα καταγάλανα σαν τα κρυστάλλινα νερά της θαλάσσης μάτια της, όλη την έκρηξη που της προκαλούσαν οι ανήσυχες και αγχωμένες –σχεδόν υστερικές - φωνές στο κεφάλι της. Ποιος θα την αδικούσε; Ο Αύγουστος θαρρείς σε μαγνήτιζε με την ομορφιά του, το ολόγιομο φεγγάρι που κοσμούσε τις νύχτες στον εβένινο ουρανό του. Μία από αυτές τις νύχτες είχε σκαρφαλώσει προσεκτικά τα απόκρημνα βράχια, είχε στροβιλιστεί με προσοχή στην απότομη πλαγιά για να φτάσει εν τέλει στο πιο  μαγικό τοπίο. Σε έναν μικρό κόλπο, άγνωστο στους τουρίστες αλλά και σε αρκετούς ντόπιους, με την απαλή και χρυσή αμμουδιά που χάιδευε τα πέλματα της σαν έβγαλε τα αθλητικά της παπούτσια.

Η Ναϊάδα έκανε μερικά βήματα γεμάτα προσμονή μέχρι οι πατούσες της να βυθιστούν στο κρύο αλλά αναζωογονητικό της θάλασσας. Σχεδόν ανατρίχιασε αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα σταματούσε. Όχι απόψε. Το χρωστούσε στα δάκρυα που είχε χύσει άπειρες φορές τις μοναχικές νύχτες του χειμώνα ξαπλωμένη στο σκληρό στρώμα του οικοτροφείου  όπου ζούσε από τότε που έχασε τους γονείς της. Μοναδική της παρηγοριά οι νύχτες του Αυγούστου σαν αυτή τις οποίες κατάφερνε να δραπετεύσει, να ξεκλέψει λίγο από τον χρόνο της και να αφεθεί στον δικό της Παράδεισο. Η ζωή της έμοιαζε περισσότερο με κελί, με μία ολοζώντανη φυλακή που ροκάνιζε μέρα με την μέρα τα σωθικά της σιωπηλά και προσεκτικά ώστε κανένας να μην παρατηρήσει τον πόνο και την αλλαγή.

Η ρουτίνα την είχε εξαντλήσει, αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάθε πρωί στην προσπάθεια της να ετοιμαστεί για το σχολείο, την δουλειά, το δείπνο με τους συνοίκους της. Αμέτρητες φορές ξεχνιόταν κάτω από την βρύση του μπάνιου όπου το γάργαρο νερό ανακούφιζε τις πλάτες της, σαν να σήκωνε το βάρος από εκεί και να το ξέπλενε με ορμή έως ότου να φύγει προς το σιφόνι. Δεν ήθελε να φύγει από εκεί γιατί ήταν η μόνη στιγμή στην μέρα της που οι πληγές της γιατρεύονταν, έκλειναν για λίγο προσφέροντας της στιγμές ευτυχίας μιας και μία λυτρωτική σιωπή απλωνόταν στον χώρο. Ακόμη και όταν δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο η Ναϊάδα δεν ηρεμούσε ποτέ. Οι φωνές μέσα στο κεφάλι της διαρκώς σχολίαζαν και υποβίβαζαν την προσωπικότητά της σε σημείο που την είχαν μετατρέψει σε εχθρό τους. Το νερό ήταν μία πηγή εξόντωσης όλων των προβλημάτων της και ήταν ευγνώμων γι’ αυτό.

Διηγήματα Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt