Κεφάλαιο 11

245 38 42
                                    

            Η Δανάη άνοιξε με κόπο τα μάτια της εκείνο το πρωί. Ένιωθε όλο το κορμί της μουδιασμένο, μ' ένα γλυκό μούδιασμα, που ξεσήκωνε την καρδιά της. Γύρισε το κεφάλι της κι αντίκρυσε τον Στέφανο που κοιμόταν ακόμα ήρεμος δίπλα της και ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη και την ψυχή της. Γιατί όλα μέσα της χαμογελούσαν, όταν τον έβλεπε. Από χαρά, από έρωτα – που πια και να ήθελε δεν μπορούσε να κρύψει – από θαυμασμό και υπερηφάνεια. Ήταν σα να είχε πατήσει ένα πλήκτρο στο τηλεκοντρόλ της ζωής τους και να είχε επαναπρογραμματίσει τον εαυτό της με τα ίδια ακριβώς συναισθήματα που είχε τρία χρόνια πριν. Τότε, που κάθε μέρα που ξημέρωνε ήταν για 'κείνη γιορτή και πάντα καλύτερη από την προηγούμενη.

Ωστόσο, στο τώρα, όλα έμοιαζαν ίδια, αλλά ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ διαφορετικά. Γιατί ήταν η ίδια διαφορετική, αλλαγμένη, πιο ώριμη και πιο σοφή περνώντας τα χρόνια. Τώρα ήξερε πολύ καλά τι ήθελε, τι ζητούσε, ήταν σίγουρη για αυτά που ένιωθε, πατούσε γερά στα πόδια της. Το άσχημο κλίμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους με τον χωρισμό και η αναγκαστική απόσταση που υπήρξε, όπως απεδείχθη, δεν μείωσαν στο ελάχιστο τα συναισθήματά τους. Το αντίθετο. Λειτούργησαν και για τους δύο σαν ένα είδους τεστ, ένα γραπτό και προφορικό διαγώνισμα στον έρωτα, που κατάφεραν να το περάσουν με άριστα.

Δυο μέρες είχαν περάσει από την αναστάτωση που είχε προκύψει με τον αιφνίδιο θάνατο του ασθενούς και όσα ακολούθησαν. Δυο μέρες που οι δυο τους είχαν έρθει ακόμα πιο κοντά. Μοιράστηκαν σκέψεις και συναισθήματα, εκτός από το πάθος που έπαιζε κυρίαρχο ρόλο ανάμεσά τους. Ένα πάθος ασίγαστο, μόνιμα ανικανοποίητο, που έψαχνε και την παραμικρή διέξοδο για να εκτονωθεί. Αδυνατούσαν να κρατηθούν μακριά ο ένας από τον άλλον για πολύ, τους φαινόταν μαρτύριο να μην μπορούν να αγκαλιαστούν όποτε το ήθελαν, να μην μπορεί να νιώσει ο ένας το κορμί του άλλου.

«Αν δεν σκέφτεσαι εμένα, τότε δεν θέλω να μάθω τι έχεις στο μυαλό σου», τον άκουσε να της λέει με κλειστά μάτια ακόμα.

«Ε, δεν μονοπωλείς και τη σκέψη μου, κύριε Γεωργιάδη», του είπε με βραχνή φωνή και κόλλησε πάνω του.

«Κακό αυτό», αντιγύρισε και, με συνοπτικές διαδικασίες, βρέθηκε πάνω της. «Πρέπει να το αλλάξουμε», είπε κι έκλεισε το στόμα της με τα χείλη του.

«Έχεις κάτι στο μυαλό σου;».

«Μμμ, κάτι έχω, αλλά δεν ξέρω αν θα πιάσει», είπε δαγκώνοντας απαλά τις κορυφές του στήθους της.

Οι σκιές του έρωταWhere stories live. Discover now