Κεφάλαιο 3 • Ψίθυροι του Παρελθόντος

12 5 0
                                    

     Τα χρόνια περνούσαν αργά, όπως οι αναμνήσεις που πλέκονταν με τον χρόνο, και η Άνθεια μεγάλωνε με την αγάπη της γιαγιάς της, που τη λάτρευε σαν να ήταν το ίδιο της το παιδί. Κάθε βράδυ, η γιαγιά τη σφίγγει στην αγκαλιά της, και με γλυκιά φωνή αρχίζει να της διηγείται ιστορίες που ξεδιπλώνουν τις ρίζες της οικογένειας. Η μικρή κοπέλα κάθεται προσοχητικά, γεμάτη περιέργεια, αλλά και ανυπομονησία. Η γιαγιά μιλούσε συνέχεια για τα πάντα, μα πιο πολύ για τους γονείς της Άνθειας, τους ανθρώπους που είχαν απομείνει σαν σκιές στο παρελθόν της.

     Η γιαγιά δεν ήθελε να κρατήσει κρυφή την αλήθεια. Ήξερε ότι το παιδί πρέπει να γνωρίζει την πραγματικότητα, το λόγο για τον οποίο οι γονείς της είχαν φύγει από τη ζωή τους. Κάθε φορά που της διάβαζε τα γράμματα που είχε κρατήσει από εκείνους, η μικρή Άνθεια έβλεπε την ελπίδα να σβήνει από τα μάτια της. Αντί να χαίρεται για τις λέξεις που με τόσο πόνο είχαν γραφεί, εκείνη αισθανόταν έναν κρυφό πόνο να την πνίγει. Στεναχωριόταν, γιατί οι λέξεις αυτές δεν είχαν τη γλυκιά θαλπωρή που περίμενε να ακούσει. Μια φωνή μέσα της αναρωτιόταν γιατί την εγκατέλειψαν, γιατί έπρεπε να μεγαλώσει χωρίς την αγκαλιά τους, γιατί η ζωή της είχε αρχίσει χωρίς αυτούς.

     Η αίσθηση της εγκατάλειψης βάραινε την καρδιά της, και η απορία της είχε γίνει ένας ατέρμονος κύκλος. "Γιατί; Γιατί;", φώναζε η ψυχή της, και οι λέξεις της γιαγιάς γίνονταν όλο και πιο θολές. Κάθε αναφορά στους γονείς της ήταν σαν να της έσφιγγε το λαιμό. Ένιωθε ότι οι γονείς της ήταν μια μακρινή ιστορία, που όμως την πλήγωνε πιο βαθιά από οποιαδήποτε φυσική πληγή.

     "Θα μπορούσαν τουλάχιστον να είχαν μείνει να με γνωρίσουν," σκεφτόταν με πίκρα, ενώ η γιαγιά συνέχιζε να μιλά, προσπαθώντας να της προσφέρει παρηγοριά. Οι ιστορίες της γιαγιάς έμοιαζαν με θησαυρούς κρυμμένους κάτω από το βάρος του πόνου, μα η μικρή Άνθεια δεν μπορούσε να δει την ομορφιά τους. Κάθε λεπτό που περνούσε, η ερώτηση που την βασάνιζε γινόταν πιο επείγουσα, πιο επιτακτική. Γιατί οι γονείς της την είχαν αφήσει; Μήπως ήταν φτιαγμένη για να ζει χωρίς αυτούς; Και έτσι, με την καρδιά της βαριά, ονειρευόταν μια μέρα που η αλήθεια θα της αποκάλυπτε την απάντηση που τόσο απεγνωσμένα ζητούσε.

     Η Άνθεια ζήλευε που τα άλλα παιδιά της ηλικίας της είχαν μπαμπά και μαμά, που είχαν οικογένειες πλήρεις και γεμάτες ζωή. Παρατηρούσε τις στιγμές τους με αδημονία και μια πικρία στην καρδιά της, καθώς τους έβλεπε να αγκαλιάζονται, να γελούν και να μοιράζονται στιγμές χαράς. Αυτές οι σκηνές την άγγιζαν βαθιά, αλλά ταυτόχρονα της προκαλούσαν μια ανεξήγητη λύπη. Κάθε φορά που τα παιδιά μιλούσαν για οικογενειακά ταξίδια ή για παιχνίδια με τους γονείς τους, η Άνθεια ένοιωθε ενα σφίξιμο στο στήθος. Το κυριότερο ήταν ότι είχαν «στιγμές» — αυτές τις μαγικές, ανεξίτηλες στιγμές που αποτελούν την αλυσίδα της παιδικής ηλικίας, και η Άνθεια δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί της ήταν τόσο απαγορευμένες.

ΤόλμησεWhere stories live. Discover now