Το αμάξι διέσχιζε τους σκοτεινούς δρόμους, ενώ η ατμόσφαιρα γύρω μας γινόταν αποπνικτική από την έντονη σιωπή.
Ο άνδρας δίπλα μου κάπνιζε με απόλυτη ηρεμία το τσιγάρο του παρακολουθώντας το τοπίο μπροστά μας. Η στάση του πρόδιδε τόση σιγουριά και αυτοκυριαρχία, που με έκανε να νιώθω αμηχανία. Πάραυτα φαινόταν ότι κρατούσε πολλά μυστικά, καθώς το βλέμμα του ήταν αινιγματικό.
Το κοίταξα πιο προσεκτικά, παρατηρώντας το έντονο μελάνι στα χέρια του που μισό φαινόταν κάτω από τα μανίκια του, που δεν είχα προσέξει νωρίτερα.
Είχε μούσι λίγων ημερών και τα μαλλιά του ήταν φτιαγμένα. Φαινόταν αρκετά μεγαλύτερος μου, κάτι που παρόλο την κατάσταση που επικρατούσε, με έκανε να νιώθω ασφάλεια λόγω της εμφάνισης του.Οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα όταν ο σοφέρ του μας ανακοίνωσε ότι φτάσαμε. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο δισταχτικά και στάθηκα δίπλα στην Ρεί. Εκείνη φαινόταν ήρεμη, όμως πάντα σε ετοιμότητα για το αν συμβεί κάτι.
Μπροστά μας ορθωνόταν ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό που αν και φαινόταν παλιό, δεν μπορούσες να μην το χαζέψεις για το πόσο καλό φτιαγμένο ήταν. Τα πέτρινα τείχη του έδειχναν κύρος, όπως και η μεγάλη μαύρη καγκελόπορτα που υψώνονταν σαν φρούριο.Ο άνδρας μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Αν και έκανα ένα βήμα, η αβεβαιότητα μου δεν με άφησε να συνεχίσω. Εκείνος σαν να το κατάλαβε, κοντοστάθηκε κοιτώντας με.
«Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;» Ρώτησε με απόλυτη ηρεμία, σαν να ήθελε να λύσει ό,τι απορία μπορεί να είχα.
Πήρα λίγο τον χρόνο μου αφού πρώτα καθάρισα τον λαιμό μου καλύτερα και ψυθίρισα την ερώτηση που σκεφτόμουν απ' όταν τον είδα.
«Ποιο είναι το όνομα σου;»Ένα μικρό, αχνό μειδίαμα έκανε την εμφάνιση του, σαν να είχε προβλέψει την ερώτηση μου.
«Αλεξάι Σάϊμερ» μου απάντησε, καθώς πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα ποδώπατώντας το.Ο φύλακας που στεκόταν στην πόρτα, μας άνοιξε για να περάσουμε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ήταν αρκετά λιτό. Με ελάχιστα υπάρχοντα, πάραυτα δεν έδινε την αίσθηση ενός παραμελημένου σπιτιού, αλλά ενός αξιόλογου και απλού, με τα πέτρινα τριχώματα να δίνουν την διάθεση της παλιάς εποχής και το άσπρο χρώμα που επικρατούσε να συνδιάζεται με το σήμερα.«Καθίστε» μας είπε, δείχνοντας έναν φαρδύ λευκό καναπέ απέναντι από το τζάκι. Το τζάκι ήταν ήδη αναμμένο, δίνοντας την πινελιά μυστηρίου με τις φλόγες να περιπλανιούνται στο χώρο.
Έκατσα δισταχτικά, ενώ δίπλα μου βολεύτηκε η Ρεί.
Ο Αλεξάι κάθισε απέναντι μας, παρατηρώντας μας τόσο έντονα σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τις σκέψεις μας.«Θα πιείτε κάτι;» ρώτησε με τόση ευγένεια που έκανε τον τόνο του να φαίνεται ακόμη πιο ψυχρός.
Τον κοίταξα κατάματα «Όχι, ευχαριστούμε» απάντησα αμέσως, και η Ρεί συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω του.Ο Αλεξάι έγυρε το σώμα του λίγο προς τα πίσω, χωρίς όμως να χάνει οπτική επαφή με εμάς και τις κινήσεις μας. Παρακολουθούσε τα πάντα σαν να προσπαθούσε να διαβάσει κάθε επόμενη κίνηση ή αντίδραση που θα κάναμε.
«Φαντάζομαι έχεις ακούσει ήδη κάποια πράγματα για τον λόγο που βρίσκεσαι εδώ» ξεκίνησε, η φωνή του πλήρως σταθερή χωρίς κανένα δείγμα αναποφασιστικότητας.«Ο πατέρας μου..» άρχισα, μα η φωνή μου πάγωσε, νιώθοντας ένα βαρύ κόμπο στο στομάχι μου που άρχισε να ανεβαίνει στον λαιμό μου.
«Ο πατέρας σου» συμπλήρωσε κοφτά, σχεδόν με περιφρόνηση προς το πρόσωπο μου. «Που σε έβαλε στοίχημα σε ένα τραπέζι πόκερ, χωρίς να νοιάζεται στο ελάχιστο για τις συνέπειες»Τα λόγια του ήταν ωμά, νιώθοντας τα να χτυπάνε ακριβώς εκεί που πονούσα. Ήταν σκληρά, μα ήταν αληθινά. Όμως, δεν ήμουν σε θέση ακόμη να δεχτώ κάτι τέτοιο. Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον θυμό μου, πάραυτα εκείνος συνέχισε ατάραχος δίχως να περιμένει κάποια αντίδραση.
«Δεν σε αγόρασα, επειδή το ήθελα» είπε ήσυχα, η χροιά του πρόδιδε ενσυναίσθηση τόση, που με έκανε να θέλω να κλάψω. Συγκράτησα τον εαυτό μου για άλλη μια φορά.
«Το έκανα, γιατί αν δεν το έκανα εγώ, θα το έκανε κάποιος άλλος. Που δεν θα είχε κανέναν λόγο να σε προστατεύσει, πέρα από το να σε καταστρέψει»
Τα λόγια του με είχαν αφήσει άφωνη, είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ σιγά, σιγά, τι γινόταν γύρω μου. Ήταν αληθινά, είχε δίκιο. Το ήξερα. Όμως πως θα το δεχόμουν;
Η Ρεί με κοίταξε με ανησυχία και με συνδυασμό μιας σιωπηρής ενσυναίσθησης.«Και γιατί εσύ;» Ρώτησα τελικά, με την φωνή μου να τρέμει φανερά από την σύγχυση μου. Ο Αλεξάι εμεινε σιωπηλός για λίγο, σαν να ήθελε να σκεφτεί καλύτερα το τι πρόκειται να μου πει.
«Η μητέρα σου, Η Μιλένα..» ξεκίνησε τελικά, τα μάτια του είχαν κάτι που δεν είχα προσέξει πιο πριν σαν.. 'λύπη;'
«Ήταν η πρώτη αγάπη του πατέρας μου, ένας έρωτας που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει όπως εκείνος ήθελε»Στο άκουσμα ένιωσα πλήρως μουδιασμένη για άλλη μια φορά. Το όνομα της μητέρας μου αντηχούσε τόσο έντονα στο χώρο, προκαλώντας μου τόσες αναμνήσεις μεγάλες ή μικρές..
πόσο μου είχε λείψει.. Η Μιλένα.. η γυναίκα που μου έμαθε τόσα πολλά πράγματα..
Όταν μου είπε τα λόγια στο αυτοκίνητο, νόμιζα ότι ήταν ένα κακόγουστο όνειρο, όμως εκείνος σαν να κατάλαβε την κατάσταση, επανέλαβε τα λόγια του.. προσπαθώντας να με κάνει να πιστέψω, σε αυτή τη μίζερη πραγματικότητα που μόλις είχε δημιουργηθεί..Τι λέτε; Ο Αλεξάι θα κάνει πράξη ό,τι λέει; Ή μήπως και αυτός έχει μυστικά περισσότερα από όσα η Άλις μπορεί να φανταστεί;
Με αγάπη Έφη, kisses 😘
YOU ARE READING
Ανάμεσα Στις Σκιές και το Φως
FanfictionΗ Αλίσια επιστρέφει στην Ελλάδα για να βρεθεί αντιμέτωπη με το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειάς της. Ο πατέρας της, που έχει βυθιστεί στα χρέη, την εμπλέκει σε έναν επικίνδυνο κόσμο, όπου ο μυστηριώδης Αλεξάι της προσφέρει προστασία. Καθώς οι δυο...