5. «Φυγάδες;»

21 3 0
                                    

Οπισθοχώρησα ελάχιστα, δίχως να χάνω την οπτική επαφή μαζί του.
Ξεφύσιξα φανερά εκνευρισμένη «Μην γίνεσαι πρόστυχος και πονηρός» γέλασε στο άκουσμα του λόγου μου, μα πάραυτα συνέχισε να με κοιτάει με το ίδιο βλέμμα με πριν.
«Ξέρεις..» είπε καθώς με μια μικρή δρασκελιά βρέθηκε ξανά απόσταση αναπνοής από εμένα. «Όντως δεν είμαι τόσο μεγαλύτερος όσο πιστεύεις, το να με θεωρείς πατέρα σου, είναι ακραία σιχαμερό» συνέχισε με πλήρως υποτιμητικό τόνο.
Δεν είχα προσέξει τη διαφορά ύψους μας μέχρι τώρα. Είναι τεράστιος, μπροστά του, είμαι τόση μικρή και αδύναμη. Έμεινα στάσιμη να τον κοιτάω.
«Σε τρόμαξα;» Σαν να κατάλαβε τις σκέψεις μου, έσκυψε το σώμα του έτσι έστω να βρεθεί κοντά στο πρόσωπο μου. «Είμαι ένα ογδόντα επτά στο ύψος , και τριάντα δύο ετών. Για να σου λύσω την απορία» έφτιαξε λίγο το μαλλί του, όμως έμεινε στάσιμος στη θέση του σαν να περίμενε την αντίδραση μου.
«Πρωτότυπο» μουρμούρισα ειρωνικά πέρασα από δίπλα του γεμάτη αυτοπεποίθηση αρχίζοντας να περπατάω. Με τράβηξε από το χέρι, με την δύναμη που μου άσκησε να χτυπήσω επάνω στον γυμνασμένο θώρακα του.
Τι στο διάολο; Πέτρα είναι;
Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό του «Γιατί φεύγεις γατούλα;» Είπε ναζιάρικα, βάζοντας το χέρι του στο κεφάλι ανακατεύοντας τα μαλλιά μου με μανία. Η κίνηση του με έκανε να νιώσω αμήχανα και σίγουρα τα μάγουλα μου θα είχαν κοκκινίσει ελάχιστα, προσπάθησα να μην δείξω το παραμικρό συναίσθημα..
«Με νευριάζεις» είπα σχεδόν έξω από τα δόντια μου.
«Μμ» είπε αδιάφορα. Ένιωσα τα στιβαρά του χέρια να τυλίγονται γύρω από την μέση μου σηκώνοντας με, με μια κίνηση, βολεύοντας με στον ώμο του.
«Τι-Τι κάνεις;» Του φώναξα καθώς πλέον ήμουν σίγουρη ότι είχα γίνει κατά κόκκινη από ντροπή, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Προσπάθησα να απομακρυνθώ, αλλά το κράτημα του ήταν πιο δυνατό, ήταν ανέφελο.
«Είχε περίεργο μονοπάτι. Το τελευταίο που θέλω είναι να πέσεις στη θάλασσα και να πνιγείς, πριν φτάσουμε στο σπιτάκι» είπε αδιάφορα και πλήρως φυσικά, καθώς ξεκίνησε να περπατάει.
«Πας καλά; Άσε με κάτω. Που είναι το σπιτάκι;!»
«Δίπλα στην σπηλιά. Μην φωνάζεις μικρό ζιζάνιο μέσα στο αυτί μου, θα σε ρίξω ο ίδιος στην θάλασσα!» μη έχοντας άλλη επιλογή προτίμησα να σωπάσω, εφόσον η θέση που βρισκόμουν αυτή τη στιγμή, δεν ήταν υπέρ μου..

Με κρατούσε σταθερά, με τόση ευκολία. «Φτάσαμε» αναφώνησε και με τοποθέτησε κάτω, με κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις μου ξανά. Απορημένη τον ρώτησα.. «Έγινε κάτι;» Παρατήρησε καλύτερα το σώμα μου. Σαν να απορροφούσε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε..
«Όλα καλά.» Είπε αδιάφορα ανοίγοντας μια μικρή ξύλινη πόρτα που με το ζόρι φαινόταν από το πυκνό σκοτάδι.
Μπήκαμε μέσα. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, είχε ένα τζάκι αναμμένο, ήταν αρκετά ζεστά, όμως δεν αισθανόμουν ασφάλεια. Ήταν παλιός ο χώρος, κάνοντας με να νιώθω λες και παίζω σε κάποια ταινία θρίλερ..
Πώς γίνεται να αντέχει εδώ; Σκέφτηκα..
Είχε ένα ξύλινο τραπέζι στην γωνία και ένα καναπέ με μια κουβέρτα επάνω. Όταν γύρισα λίγο το σώμα μου πρόσεξα ένα πολύ μικρό παραθυράκι, ένα παλιό ύφασμα κάλυβε πρόχειρα το τζάμι σαν κουρτίνα. Ο λιγοστός αέρας έμπαινε κάνοντας την κουρτίνα να κουνάει αργά και σταθερά προς τα μέσα. Ήταν σπασμένο.. τέλεια, τώρα νιώθω ακόμη πιο άβολα εδώ μέσα. Έσφιξα τα χέρια μου μεταξύ τους, προσπαθώντας να ηρεμήσω..
Ο Αλεξάι βλέποντας με να παρατηρώ μίλησε. «Μένουν κάτι σέρφερ όταν έρχονται. Είναι γνωστοί μου» κοίταξε ξανά την φωτιά, φτιάχνοντας τα ξύλα.
«Γιατί κάνεις σερφ;» Σήκωσα το φρύδι μου, προς μεγάλη μου έκπληξη, αλλά και από την ειρωνία που ένιωθα προς το πρόσωπο του για ανεξήγητο λόγο.
Το βλέμμα του πρόσεξε την έκφραση μου και απάντησε στον ίδιο τόνο «Πολλά κάνω που δεν ξέρεις!» ένα μειδίαμα έκανε την εμφάνιση του στην άκρη των χειλιών του δημιουργώντας αμηχανία.
Βολεύτηκα στον καναπέ.
Έκατσε στο τραπέζι απέναντι μου ανάβοντας ένα τσιγάρο. Άφησε το πακέτο με τον αναπτήρα πάνω σε μια άκρη του. Η στάση του ήταν χαλαρή, αλλά πάντα σε ετοιμότητα μήπως συνέβαινε κάτι.. τα μάτια του ήταν στο φυσιολογικό γαλάζιο τους χρώμα, όμως μέσα τους έκρυβαν μια μελαγχολία. Φαινόταν μετρημένος σε όσες κινήσεις έκανε.. πόσα μυστικά έχει ;
Με κοιτούσε με πλήρης προσήλωση, καταφέρνοντας να με κάνει να ανατριχιάσω από τον έλεγχο που ασκούσε το βλέμμα του επάνω μου.
«Σκεπάσου» είπε νωχελικά, ρουφώντας το τσιγάρο του.
«Ναι, μπαμπά» είπα ειρωνικά.
«Άλις..» με κοίταξε λοξά καθώς τα δάχτυλα του έπαιζαν με το αναμμένο τσιγάρο. Πάει καλά;
Συνέχισε «Μην μου πας κόντρα..» άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό, αφήνοντας το κεφάλι του απαλά να ακουμπήσει το ξύλινο τοίχο. Φάνηκε θλιμμένος καθώς κοιτούσε το κενό, τον ενοχλούσε η ειρωνία; Προσπάθησα να μην δώσω μεγάλη έμφαση και συνέχισα στον ίδιο τόνο..
«Άμα θέλω..» ανταπάντησα με αποφασιστικότητα.
Άρχισε να τρίβει του κροτάφους του φανερά εκνευρισμένος, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Τι διάολο θα κάνω με εσένα, μου λες;» Μουρμούρισε.
Κούνησα τους ώμους μου προς τα πάνω, σαν να του εξηγώ πως δεν ξέρω.
«Γίνε λίγο πιο γλυκιά μικρή, δεν θα πάθεις και κάτι!» είχε σταυρώσει τα χέρια του. Βάζοντας το βάρος των αγκώνων του στα πόδια του.
«Με εσένα να μου ανεβάζεις την πίεση, λίγο δύσκολο..» δάγκωσα το χείλη μου αμήχανα, τι έλεγα πάλι; Είχε καταφέρει να μου ανεβάσει τους παλμούς, πως το έκανε; Πως; Με ένα βλέμμα, με την φωνή του. Ή με έναν μορφασμό του τα αλλάζει όλα..
«Τουλάχιστον σου ανεβάζω και κάτι!» Είπε με ένα βλέμμα βαθύ γεμάτο πονηριά, καθώς μου έκλεινε το μάτι.

«Είσαι ανυπόφορος» τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν ξανά για ελάχιστα δεύτερα πριν μου απαντήσει «Με εσένα δίπλα μου, λογικό!» πλέον δεν τον μπορούσα με έκανε πλήρως εκνευρισμένη.
«Ηλίθιε» σκεπάστηκα καλύτερα με την κουβέρτα. Βολεύτηκα στον μικρό καναπέ κοιτάζοντας την φωτιά..
Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως κατέληξα με αυτόν τον άνθρωπο μπλεγμένη. Ξεφύσιξα φανερά μπερδεμένη.
«Μην σκέφτεσαι τόσο» καθόταν δίπλα μου, δίχως να με κοιτάει, παρατηρούσε τις φλόγες που έκαναν μικρά σχέδια όπως έκαιγαν τα ξύλα.
Το άρωμα του ήταν ήρεμο και μεθυστικό. Με ηρεμούσε η παρουσία του δίπλα μου, ακόμη και αν δεν του το έλεγα. Ένιωθα ασφάλεια που ήταν εκείνος εδώ. Για ανεξήγητο λόγο, ένιωθα τόση οικειότητα απέναντι του..
Ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει τόσο πολύ, όλη η κούραση και η αδρεναλίνη έβγαινε στην επιφάνεια. Τα βλέφαρα μου έκλεισαν αργά, πριν νιώσω τα χέρια του Αλεξάι να τυλίγονται γύρω μου, αφήνοντας με στο κρεβάτι προσεκτικά.
«Καληνύχτα ζιζάνιο» ήταν το τελευταίο που άκουσα πριν βυθιστώ στον γλυκό Μορφέα..









Αχ ρε Αλεξάι, η μικρή σε τυραννάει αγόρι μου..🫶🏽😂
- Έφη, kisses 😘

Ανάμεσα στις Σκιές και το ΦωςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant