Ριψοκίνδυνο γκράφιτι

20 3 0
                                    

                               

Τα βήματα μου ηχούσαν σαν ξεψυχισμένες τυμπανοκρουσίες στο στενό, πέτρινο σοκάκι που διέσχιζα με βιασύνη εκείνο το μεσημέρι. Η ομίχλη που πλανιόταν στον αέρα, έδινε στην πόλη μια διαφορετική όψη, πιο παράξενη και μυστήρια. Εδώ, δεν έβρεχε συχνά, όμως οι βροχές δεν μας φαίνονταν παράξενο φαινόμενο. Αλλά η ομίχλη ήταν κάτι το απίστευτο για εμάς.

Η γιαγιά μου, μόλις ξύπνησε το πρωί και τίναξε τα ρούχα άρχιζε να μουρμουρίζει κάτι αρχαία ποιήματα, τα οποία σύμφωνα με αυτή, θα έκαναν την ομίχλη να εξαφανιστεί και να δώσει την θέση της στον λαμπερό ήλιο. «Έχω να δω ομίχλη, από την εποχή του Λέων!» χαχάνιζε όλη την ώρα κοιτώντας την μάνα μου που παρέμενε τελείως ανέκφραστη.

Στην θύμηση των λέξεων της γιαγιάς μου, τα μηλίγγια μου άρχισαν να πάλλονται έντονα και να τροφοδοτούν το κεφάλι μου λίτρα αίματος. Ο εγκέφαλός μου πλήττεται από αιμάτινα τσουνάμια ήχησε ξανά η φωνή της γιαγιάς στα αυτιά μου και εγώ νιώθοντας απέχθεια για όλες τις βλακείες που ξεστόμιζε σε κάθε ευκαιρία , έκανα έναν μορφασμό αηδίας.

Όσο τα σκεφτόμουν αυτά, συνειδητοποίησα πως είχα ήδη φτάσει στην κεντρική πλατεία. Ο φόβος επανήλθε και φώλιασε βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Έσφιξα με δύναμη την τσάντα πλάτης που είχα φέρει μπροστά και την είχα καλύψει με το μαύρο μου μπουφάν και έριξα μία διερευνητική ματιά στις σκιές δίπλα μου.

Ένας κοκκινοφορεμένος φρουρός στην άκρη της πλατείας κάτω από μία ανεμοδαρμένη ιτιά που κρατούσε στο δεξί του χέρι μία λόγχη, αντιλήφθηκε την παρουσία μου και με κοίταξε καχύποπτα. Σταμάτησα μηχανικά λίγα μέτρα μακριά του. Ένα χαιρέκακο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και φούσκωσε από περηφάνια σαν γαλοπούλα. Του άρεσε να φοβάμαι.

Τάχα με έλεγξε, κοιτώντας την στάση του σώματός μου και έκανε μία περιστροφή με το βλέμμα του για να δει αν κουβαλάω κάτι μαζί μου ή αν έτρεχε κάτι ύποπτο με εμένα . Παραλήρησα από τον φόβο αλλά εκείνος αποδείχτηκε πολύ χαζός για την αρμοδιότητα που είχε. «Πολύ καλά», είπε ξερά και μου έκανε νόημα να συνεχίσω να περπατάω.

Κατάπια τον θυμό μου και τον φόβο που σιγά εξασθενούσε και εξαφανίστηκα στην βαριά ομίχλη. Ψηλαφίζοντας τους πέτρινους τοίχους των σπιτιών που υπήρχαν στην θέση τους από πολύ παλιά και τα γωνιακά τείχη του λόφου της όασης, προσπάθησα να βρω την εσοχή όπου είχαμε δώσει συνάντηση.

''Αν τους αφήσουμε...''Ο μυστηριώδης κόσμος των οάσεωνМесто, где живут истории. Откройте их для себя