Κεφ 8

119 15 2
                                    

17 Δεκέμβρη 3:58 μ.μ

Ανοιξα τα ματια μου και εβγαλα το μαξιλαρι απο το προσωπο μου, αφηνοντας το φως του ηλιου να με ξυπνησει.
Κοιμόμουν με τα ρουχα μου και δε θυμαμαι πως τα παπουτσια μου ειχαν βρεθει διπλα απο το κομωδηνο και πως το σωμα μου καλύπτονταν απο ενα γαλάζιο πάπλωμα.
Έσυρα τα βηματα μου μεχρι το μπανιο και κοιταξα την μορφη μου στον καθρέπτη. Τα ματια μου ηταν κομμενα, τα μαλλια μου πετούσαν και το δεξί μου μαγουλο ειχε σημαδια απο τις ραφες του μαξιλαριου. Με μηχανικες κινησεις εβγαλα τα ρουχα μου και εκανα μπανιο.
Βγηκα και εκατσα στο κρεβατι μου. Επιασα τον εαυτο μου να ψαχνει τον Νικο. Μα καθως η ματια μου επεσε στο σημειο που τους ειδα χθες ενα αισθημα απογοήτευσης με κυριευσε.
"Όπα" ακουστηκε η φωνη του Νικου. Σταθηκε στην πορτα και υστερα απο καποια δευτερολεπτα μπηκε στο δωματιο.
"Αλλος δε χτυπάει τωρα" ειπα ειρωνικα και ενα πλάγιο χαμογελο εμφανίστηκε στο προσωπο του. Προχωρησε προς τα μεσα και βγηκε στο μπαλκονι. Οση ωρα ηταν εξω, ντύθηκα και πηγα και εγω.
"Αυριο ειναι η πρωτη συνέντευξη" ειπε και μου εδωσε ενα λευκο πλαστικό ποτήρι με καφε.
"Σημερα;" Ρωτησα.
"Τι;"
"Θα βγουμε;" Με αυτα τα λογια η απαξίωση υπηρχε στο προσωπο του.
"Δε με κουνας απο εδω"
Χαμογελασα στο ακουσμα των λέξεων του. Ηξερα πως μπορουσα να τον παω στην αλλη ακρη της γης. Και αυτος το ηξερε.
"Καλα" ειπα παραδομένη και φυσιξε τον καπνο του.

***

8:50 μ.μ
"Για που ετοιμάζεσαι;" Ακουσα την φωνη του αχνά, πισω απο το θορυβο του σεσουάρ.
"Θα βγω" ειπα αδιαφορα ψαχνοντας την μασκαρα μου.
Εκανε μια γκριματσα αποδοκιμασίας και κάθισε στην ακρη του κρεβατιου.
Υστερα απο μια ωρα ημουν σχεδον ετοιμη. Φορούσα μια μακρια μαυρη φουστα και ενα μαυρο τοπακι. Εβαλα τις πλατφόρμες μου και ενα χρυσό κόσμημα. Ημουν σχεδον ετοιμη και η ματια μου επεσε στον Νικο. Ηταν ξαπλωμένος στην αρριστερη πλευρά του κρεβατιου με το γαλάζιο τασάκι στερεωμένο στο στήθος του και ενα μισο τελειωμένο τσιγαρο στο χερι. Κοιτουσε τον καπνο που χανόταν και θαύμαζε την ηρεμία και την αρμονία του. Σταθηκα όρθια και κίνησα προς την πορτα.
"Και θα εισαι μονη σου;" Ακουστηκε η βροντερη φωνη του Νικου.
"Παρακαλω;"
"Αυτο που ακουσες"
"Νικο, εχω κλεισει τα 18" ειπα και εκλεισα την πορτα.
Έφτασα σε ενα ωραιο μπαρακι σε ενα έρημο στενάκι. Η μουσικη ακουγόταν απο το μαγαζι και τα φωτα τρεμοπαιζαν φωτίζοντας τον δρομο.
Περπάτησα προς τα σκαλια μα ενα παπούτσι με εμπόδισε.
"Ωχ" αναφωνησα και δυο ζευγάρια γαλάζια ματια με κοίταξαν.
"Εμ, συγγνωμη" συνέχισα μα το βλεμα του εμεινε εκει.
"Οχι, δεν πειρεζει" ειπε άτονα και προχωρησα.
Ενας αναστεναγμος πόνου ομως δε με αφησε να μπω μεσα.
"Εισαι καλα;" Ρωτησα αποφασίζοντας να μη τον αφησω ετσι.
Γέλασε αχνά με την ερωτηση μου και δεν απαντησε. Καταλαβα πως μαλλον δεν ηθελε παρεα και ετσι προχωρησα.
"Οχι" ακουστηκε η φωνη του.
Εκατσα διπλα του και εβγαλα ενα τσιγαρο απο την τσαντα μου.
Του το εδωσα και με κοιταξε με δυσπιστία.
"Ευχαριστω" ειπε και το άναψε με εναν πρασινο αναπτήρα.
Άναψα και εγω ενα και εκατσα εκει για λιγο.
"Η ζωη ειναι άδικη" ειπε με ταλαίπωρη φωνη.
Γέλασα με το σχολιο του και συμφώνησα μαζι του.
"Και πολυ μικρη για να στεναχωριομαστε."
Γυρισε και με κοιταξε.
"Δικιο εχεις" ειπε και πεταξε το τσιγαρο του. "Παμε" συνεχισε.
"Πολυ ευκολα αλλαζεις γνωμη" διαπίστωσα.
Με σηκωσε καιε οδηγησε στο μπαρ. Οι περισσοτεροι εκει ειχαν μπει στον ρυθμό της μουσικής και χόρευαν συνοδευόμενοι με ενα ποτυρι μπύρας.
Καθησαμε στο μπαρ και παραγγειλαμε.
"Ορεστης" ειπε και έτεινε το χερι του μπροστα μου.
"Ηρω" ειπα και έσφιξα το χερι μου.
Αρχισαμε να πίνουμε και να μπαινουμε και εμεις στο ρυθμό της μουσικής.
"Ηρω;" Ακουστηκε η φωνη του. Γυρισα και τον κοιταξα περιμενοντας τις επόμενες λεξεις του. Μα ακολουθησε σιωπη και ενα παθιασμένο φιλι. Τα χερια του ειχαν φωλιασει στην μεση μου ενω εγω δεν μπορουσα μα καταλαβω τι γινοταν.
Η επομενη στιγμη μας βρηκε αγκαλια στο κρεβατι του δωματιου μου.
Επιασε τα ποδια μου και αρχισε να φιλά το στερνο μου. Γαμωτο δεν καταλαβαινα τι εκανα. Με γυρισε και βρέθηκα απο πανω του. Αρχισα να τον φιλώ και να βγαζω την μπλουζα του. Ειχα σε κοινή θεα αυτο το υπέροχο σωμα και ενα ομορφο χαμογελο να ακολουθεί καθε μου κινηση.
"Ηρω" ειπε ψυθιριστα με τη συνοδεία ενός αναστεναγμού.
"Ηρω!" Τωρα μια διαφορετική φωνη ήχησε στα αυτια μου και καθολου ψυθιριστα.
Τα επομενα λεπτα ηταν εφιαλτικά.
"Νικο μη" ηταν τα λογια μου. Προσπαθησα να κρατησω τον Νικο, ματαια βεβαια. Ειχε ορμησει πανω στον Ορεστη και τον χτυπούσε.
"Μπάσταρδε" ουρλιαξε μα καταφερα να τον απομακρύνω.
"Εχεις τρελαθεί;" Ειπα βλέποντας σε αυτα τα χαλια τον Ορεστη.
Έσπευσα να τον βοηθησω μα ο Νίκος δε με αφησε.
Τον έδιωξε κρατώντας εμενα μεσα.
"Που εχεις το μυαλο σου ρε Ηρω;"
"Νικο τι λες; Τι σε νοιαζει;"
"Αφηνεις τον καθε μαλακα να σε αγγίζει γαμωτο;"
"Νικο εχεις τρελαθεί; Ο,τι θελω θα κανω"
Δεν μιλησε. Απλα με κοιταζε. Τα ζυγωματικα του ηταν έτοιμα να εκραγουν και τα ματια του απο καφε ειχαν γινει κοκκινα. Εκατσα στο κρεβατι και άναψα ενα τσιγαρο. Εκατσε διπλα μου και άναψε και αυτος ενα.
"Συγγνωμη" ψελισσε.

Ενα τσιγαρο δρομοςWhere stories live. Discover now