~Ο ουρανος κι η θαλασσα~

14 1 2
                                    

Εκείνη, μια απλή κρατούμενη σαν όλους  τους άλλους. Μια αθώα ανάμεσα σε τόσους πολλούς. Μια αιχμάλωτη πολέμου όπως όλοι οι υπόλοιποι γύρο της.
Ήταν Δευτέρα. Ακόμα το θυμάται σαν να ήταν εχθές κι ας έχουν περάσει 3 μήνες. Παντού επικρατούσε πανικός και χάος. Άλλοι έτρεχαν να ξεφύγουν και άλλοι ούρλιαζαν χαμένοι στην σύγχυση της στιγμής. Σειρήνες και εκκωφαντικοί ήχοι πολέμου αντηχούν     απο άκρη σε άκρη σε εκείνο το τόσο πολύτιμο κομμάτι γης. Μια σταλιά ήταν στον χαρτί, τόσο μικρό που αν το έβλεπες δεν 
ξεχώριζες πως ήταν αυτόνομο κράτος. Και εκεί που όλα στο εσωτερικό αυτής την χούφτας γης γινοτανε όλο και χειρότερα πάτησαν οι εχθροί της. Ήξεραν πως εκείνο το κράτος αν και μικρό είχε δύναμη,μεγάλη. Κατάλαβαν απο νωρίς ότι η καλύτερη ώρα για επίθεση ήταν εκείνη στην οποία ο λαός θα ήταν χωρισμένος διχασμένος. Και εκείνη η στιγμή είχε κιόλας φτάσει. Ήταν Δευτέρα λοιπόν, πρωί ακόμα, όταν ο πόλεμος κηρύχθηκε και επίσημα. Εκείνη μια μικρή κοπέλα μόλις 22 χρόνων με όνειρο την αποφοίτηση της απο το πανεπιστήμιο που με τόσο κόπο πέρασε. Ήταν νέα ακόμα, γεμάτη ζωή και αυτό το πρόδιδε κάθε τι πάνω της. Απο τα κάστανα μακριά μαλλιά της και τα γαλάζια μάτια που έμοιαζαν με το πέλαγος αν τα κοιτούσες, μέχρι το λεπτεπίλεπτο σωματότυπο της και τον τρόπο που περπατούσε. Τελευταιος χρόνος και το πολυπόθητο πτυχίο θα ήταν στα χέρια της όμως η μοίρα είχε αλλά σχέδια. Το κάλεσμα για το πόλεμο την βρήκε στο αυτοκίνητο καθώς κατευθυνόταν στην σχολή. Χλώμιασε ,άσπρισε και έχασε δέκα χρόνια απο την ζωή της σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Τόσο όσο πήρε στην φωνή απο το ραδιόφωνο να επαναλάβει τα ίδια λόγια 2 με 3 φορές
"Αγαπητοί Έλληνες απο απόψε βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση "
Σχεδόν 3 μήνες έμεινε κρυμμένη με τη οικογένεια της. Τρεις μήνες που της φάνηκαν αιώνες μα τώρα της φαινόταν  ζωή πολυτελείας. Δευτέρα ήταν πάλι όταν τους βρήκαν. Μια βδομάδα πριν και 20 άντρες μπούκαραν στο μικρό καταφύγιο σπέρνοντας τον φόβο και την καταστροφή. Η μητέρα της μεταφέρθηκε ως οικιακή βοηθός και ο πατέρας της δεν ξέρει τι απέγινε. Εκείνη την πήγαν σε μια άθλια φυλακή. Απο παιδί δεν της άρεσαν οι Δευτέρες, τις θεωρούσε βαρετές και θλιβερές. Μα τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα τις μισούσε τις Δευτέρες. Τις απεχθανόταν. Μια Δευτέρα ήταν που κόλλησε πνευμονία στα 5 της. Δευτέρα και όταν έσπασε το χέρι της στα 12 , Δευτέρα ακόμα και όταν πήρε αποβολή στο λύκειο στα 17. Μα το χειρότερο ήταν ότι Δευτέρα είχαν όταν έχασε την πατρίδα της και Δευτέρα όταν έχασε την οικογένεια της.  Και να που τώρα , Δευτέρα και πάλι στέκετε εκεί μεσα σε μια περιφραγμένη αυλή που μοιάζει με μάντρα μαζί με άλλους 80 κρατούμενους προσπαθώντας να  ψυχολογήσει τον κάθε ένα απλα και μόνο για να μην νοιωθει τον δικό της πόνο, την δικιά της απελπισία.
Γύρο τους υπάρχουν άντρες. Άντρες με αυστηρά πρόσωπα και καλοφτιαγμένες στολές. Άλλοι υψηλόβαθμοι με αρκετά αστεριά να κοσμούν τις μπλε φορεσιές τους και άλλοι χωρίς κανένα παράσημο. Κανένας όμως δεν έκανε τίποτα απλα πήγαιναν και ερχόντουσαν στον χώρο. Μια βδομάδα ήτανε εκεί και κανείς δεν είχε γυρίσει κάν να τους κοιτάξει. Μεσα στο κρύο τις νύχτες ο ένας στοιβαγμένος πάνω στον άλλο με λιγοστό φαΐ. Κανένας τους δεν είχε ιδέα για το τι επρόκειτο να συμβεί. Οι περισσότεροι έλεγαν πως τους περιμένει ένας αργός θάνατος μα εκείνη ήξερε πως αυτό δεν αληθεύει. Δεν υπήρχε λόγος να τους πάνε εκεί μόνο και μόνο για να τους αφήσουν να πεθάνουν. Δευτέρα λοιπόν και τώρα. Η ώρα 3 το μεσιμερι και ο ήλιος αφόρητος. Γαλότσες ακούγονται στο ζεστό πάτωμα. Σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση εξάλλου τόσοι πηγαινοέρχονται εκεί καθημερινά. Εκείνη όμως ξέρει. Ξέρει πως εκείνος ο άντρας με τα πολλά χρυσά αστέρια στο πέτο του είναι κάτι το διαφορετικό. Δεν ξέρει γιατί ούτε πως απλα το ξέρει.
"Σκασμός" ακούγετε η βαθιά φωνή του και όλοι παγώνουν. Και έτσι ξέρει, ξέρει πως αυτός ο άντρας έχει κάτι το ξεχωριστό.

Εκείνος ξεχώριζε απο την πρώτη στιγμή. Αυθεντικός αμερικανός φτιαγμένος για πόλεμο και καταστροφή. Όταν ανακοινώθηκε ο πόλεμος κατα την μικρής εκείνης χώρας ο υψηλόβαθμος αυτός στρατιώτης ήταν έτοιμος να παντρευτεί. Άφησε λοιπόν την μέλλουσα γυναίκα του πίσω και πήγε σε αυτόν τον μικρό τόπο που τόσο μισούσε χωρίς λόγο. Όπως όλοι τους άλλωστε. Εκείνος ήταν ο αρχηγός πεζικού της Αμερικής. Σπουδαίος και τρανός. Νέος με μάτια που θύμιζαν ουρανό ξάστερο όταν ήταν ήρεμος και έτοιμο να ρίξει κεραυνούς όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Πολυπόθητος άντρας που ποτέ δεν έζησε κάποια ουσιαστική δυσκολία. Γόνος πλούσιας οικογένειας με οποία γυναίκα επιθυμούσε. Τα μόνα δεινά στην ζωή του, οι μόνες μαύρες κοιλάδες ήταν οι πόλεμοι στους οποίους έπρεπε να πάρει μέρος  αλλά τώρα πια δεν  το έβλεπε έτσι. Μεσα απο έναν πόλεμο μπορούσε να δει τον εαυτό του και χωρίς διαμάχες χανόταν στο κενό. Όταν μπήκε στο στρατόπεδο    συγκέντρωσης τα μάτια του έπεσαν πάνω στα δικά της. Για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα πριν εκείνος τρομοκρατήσει τους πάντες και πριν τα μάτια του γεμίσουν σύννεφα. Πριν η θάλασσα στα δικά της φουρτουνιάσει.  Για λίγα δευτερόλεπτα μόνο ο ουρανός έσμιξε με την θάλασσα. Μα λίγα δευτερόλεπτα είναι ικανά για να ξεσπάσει μια θύελλα. Μια θύελλα μεσα απο την οποία θα γεννηθεί γη.

Hello! Αυτη ειναι η καινούργια μου ιστορία. Για την ακρίβεια ηταν η πρώτη απλα δεν δημοσιεύτηκε παλιότερα. Τέλος παντον. Αν σας αρέσει πατήστε το αστεράκι για να λάμψει 🎇 και αφήστε ένα σχόλιο με το πως σας φάνηκε. Θέλω να δω τις γνώμες ας ακόμα και αν ειναι άσχημες διότι έχω αφιερώσει πολύ χρόνο σε αυτή τη ιστορία.
Πολλά πολλά φιλάκια 💋 cupcakes 🍦
Anna🍕

*Warriors* Where stories live. Discover now