Το κουδούνι χτύπησε,και σήμανε πως η ώρα κόντευε να πάει 7:30.Μες στο μεγάλο,ευάερο δωμάτιο με τις κεντητές κουρτίνες που παραμέριζαν λίγο χώρο απ'το πρεβάζι ώστε να λούζεται όλη η αίθουσα με τις ακτίνες του ήλιου που χαϊδεύουν τους τοίχους,και χώνονται κάτω από τα παπλώματα φωνάζοντας ''ΚΑΛΗΜΕΡΑ'',υπήρχε ένα κορίτσι που κοιμόταν και δεν έλεγε να σηκωθεί.Τα ξανθά μαλλιά του ακουμπούσαν στο μαξιλάρι απαλά,τα χέρια του ήταν κουμπωμένα πάνω στο θώρακά του,και τα πόδια του κουλουριασμένα κάτω από τα σκεπάσματα,λες και ήταν ένα βρέφος. Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν νωχελικά, ίσα που οι λεπτεπίλεπτες βλεφαρίδες αποφασίζουν να σηκωθούν. Το κορίτσι, που τώρα έχει πάρει την απόφαση να ξυπνήσει για τα καλά,στην προσπάθειά του να μην πέσει απ'το κρεβάτι και σωριαστεί στο πάτωμα,πάνω στο μενεξελί χαλί,στέκεται για λίγο καθιστό πάνω στα παπλώματα που έχουν γίνει ένα κουβάρι,και παίρνει λίγες βαθιές ανάσες. ''Καλημέρα Κλειώ'' λέει σιγανά στον εαυτό της,και απλώνει το ξυπόλητο πόδι της στο πάτωμα.Παίρνει ένα λαστιχάκι και πιάνει τα μακριά σπαστά μαλλιά της μια αλογοουρά,ενώ κάθεται μπροστά στην ντουλάπα της αποφασίζοντας για το τι θα φορέσει. Απλώνει ασυναίσθητα και χωρίς να το σκεφτεί πολύ το χέρι σε ένα κοντό τζιν σορτσάκι και μια λευκή μακό μπλούζα.Κατεβαίνει τις ξύλινες σκάλες και φτάνει στην κουζίνα. Ο πρώτος που αντικρίζει είναι ο αδερφός της,ο Φοίβος.
-Ωπ,πώς και ξύπνησες εσύ νωρίς; της αποκρίνεται κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι.
Αγουροξυπνημένη όπως ήταν,έτριψε τα μάτια της και χώθηκε στην αγκαλιά του.
-Καλημέρα λέμε πρώτα...και του χάρισε ένα από τα καλύτερα χαμόγελά της.
Ο Φοίβος ήταν κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος,και ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή της Κλειώς.Μετά το θάνατο της μητέρας τους,ο ένας είχε μονάχα τον άλλον,και έτσι η αυτοάμυνα που κρατούσαν και οι δύο ήταν να συμπαραστέκονται και να αγαπάνε ο Φοίβος την Κλειώ και η Κλειώ τον Φοίβο όσο κανέναν άλλον. Ο Φοίβος,ποτέ δεν άφησε κανέναν να πειράξει ούτε μια τρίχα απ'τα μαλλιά της,πάντα ήταν υπερπροστατευτικός,και πάντα φρόντιζε να της δείχνει τη στοργή του...ο μπαμπάς τους έλειπε,ως συνήθως,για δουλειά.Η μόνιμη&διαρκής δικαιολογία του που ήταν πάντα απών από το σπίτι.
Ο Φοίβος με γρήγορες και πειθαρχημένες κινήσεις ετοιμάζει πρωινό.Μία φέτα ψωμί με μερέντα/μαρμελάδα φράουλα ή βερικόκο,ένα σφιχτό αυγό,μια κούπα γάλα,κακάο,χυμό ή καφέ. ''Τρώγε'' της λέει επιδεικτικά και πάει στο δωμάτιό του να ντυθεί.Μοιάζουν πολύ μεταξύ τους,το μελένιο πρόσωπό τους,τα έντονα χαρακτηριστικά τους,οι φακίδες τους,τα ξανθά μαλλιά και των δύο τους κάνουν να μοιράζονται και την ομοιότητα μεταξύ τους.Μετά από 5 λεπτά περίπου ο Φοίβος κατεβαίνει κάτω με χορευτικές κινήσεις τα σκαλιά φορώντας ένα χαμηλοκάβαλο σκισμένο τζιν που ταίριαζε άψογα με τα adidas αθλητικά του,και μια κοντομάνικη σκούρη μπλε μπλούζα. Η Κλειώ τον κοιτάει θαυμάζοντάς τον.
-Θα κάψεις καρδιές και σήμερα. Του λέει κουνώντας με νόημα το δεξί της φρύδι και παίρνει την πορτοκαλί polo τσάντα της από το πάτωμα. Τα παιδιά κοιτούν ολόγυρά τους,παίρνουν κινητά,κλειδιά,τετράδια,βιβλία και τα συναφή,και κλείνουν με έναν κρότο τη βαριά μαύρη πόρτα ξωπίσω τους.
Δευτέρα σήμερα και παρόλα αυτά,πλησίαζε Καλοκαίρι.Ο ήλιος είχε κάνει την μεγαλοπρεπή έξοδό του,και φτάνοντας λίγο πιο ψηλά από τις γκρίζες και θλιβερές πολυκατοικίες που στέκονταν σαν βράχοι ορθωμένοι στους δρόμους,φώτιζε όλη την πόλη,δίνοντας μια κουταλιά χρώμα και ενέργεια στη ζωή της Κλειώς,αλλά και στη ζωή όλων των έφηβων παιδιών που ξεκινούν στις 8 παρά κάποια λεπτά για το σχολείο με το κεφάλι σκυμμένο.
YOU ARE READING
Κλειώ.
Teen FictionΗ Κλειώ είναι ένα κορίτσι που βιάζετε να πατήσει τα 15.Βιάζεται να ανακαλύψει τον κόσμο.Όλο βιάζεται και ποτέ δε σταματά να τρέχει,γρήγορα,μην αφήνοντας ποτέ τη ζωή να περνά μπροστά απ'τα μάτια της,μην αφήνοντας ποτέ τις μέρες να την παρασύρουν στο...