Μητρικη... αγαπη;

26 4 0
                                    

Ο καιρος ηταν ομορφος και δροσερος, μια πραγματικη ανοιξιατικη μερα που ειχαν καιρο να δουν. Τα φυλλα τον δεντρων θροιζαν απαλα και τα χορτα χορευαν ρυθμικα με μαεστρο τους τον ανεμο. Λευκα συννεφα σκεπαζαν τον λαμπερο ηλιο, που σκορπιζε το φως του παντου, δινοντας ζωη στην γη.
Το Καρβαχολ ηταν ενα μικρο χωριο στα βορειοδυτικα της χωρας, της Λασραελ. Ηταν αεροκατοικημενο, με πολυ λιγους κατοικους. Οι ανθρωποι εκει ααχολουνταν κυριως με την γεωργια, καθως το εδαφος ηταν ευπορο και καταλληλο για ολες τις εποχες. Οι κατοικοι εκμεταλευονταν την ευκαιρια αυτη και πουλουσαν μεγαλο μερος των προϊοντων τους στις μεγαλες πολεις της Αυτοκρατοριας, που δεν ειχαν τετοιες ανεσεις. Και παλι ομως, ηταν ενα φτωχο χωριο.
Ο Ντεϊν εμενε μακρια απο τα υπολοιπα σπιτια, μαζι με την μητερα του και με εναν μοναδικο γειτονα, τον Ανταμ, που εμενε ενα χιλιομετρο μακρια.
Ο Ανταμ ηταν περιεργος ανθρωπος. Νεος, βεβαια, αλλα με το τρελο μυαλο εκεινων των γερο-ζητιανων που ταξιδευαν σε διαφορες περιοχες και μιλουσαν για το τελος του κοσμου. Ισως να μην μιλουσε πολυ, αλλα τον χαρακτηρα τον ειχε.
Αυτο που προβληματιζε τον Ντεϊν περισσοτερο ηταν ο τροπος που του συμπεριφεροταν. Οποτε εβλεπε τον Ντεϊν, τον κοιτουσε επιμονα για λιγη ωρα, του εγνεφε και περπατουσε μακρια μουρμουριζοντας διαφορα. Ηταν σπανιες οι φορες που του ειχε μιλησει.
Μια απο αυτες τις φορες ηταν και η σημερινη μερα. Ο Ανταμ τον σταματησε με ενα παρανοϊκο χαμογελο και ακουμπησε το χερι του στον ωμο του.
"Καλη σου μερα, Ντεϊν! Πως τα πας;"
"Εεε... Καλα, καλα"
"Μπραβο! Εχω καιρο να σου μιλησω, ξερεις. Δεν ξερω αν το εχεις προσεξει"
"Ναι, το προσεξα"
"Φυσικα και το προσεξες! Αναρωτιομουν εχθες το βραδυ, μιας και εχουμς καιρο να τα πουμε, η μπορει να μην τα εχουμε πει ποτε... Τα εχουμε πει; Μου διαφευγει η συγκεκριμενη λεπτομερεια. Τελως παντων. Εγω λοιπον, ηθελα να σε προσκαλεσω για τσαϊ στο σπιτι μου, ετσι να τα πουμε. Δεχεσαι;"
Ο Ντεϊν τον κοιταξε προβληματισμενος. Ηταν ενταξει αν πηγαινε ή κινδυνευε να τρελαθει μαζι του;
Ανασηκωσε αδιαφορα τους ωμους.
"Δεν εχω προβλημα. Ποτε;"
Ο Ανταμ του εσκασε ενα μεγαλο χαμογελο. Φαινοταν χαρουμενος, για καποιον λογο.
"Αυριο το πρωϊ, ισως; Ή το απογευμα, αν σε βολευει. Δεν υπαρχει θεμα. Το τσαϊ ειναι καταλληλο για ολες τις ωρες"
Εφυγε πριν προλαβει ο Ντεϊν να πει οτιδηποτε αλλο.
Μονος του τα κανονιζει; Ωραια θα περασω
Συνεχισε να καταιβενει το μακρυ μονοπατι προς το σπιτι του.
Το σπιτι δεν ηταν πολυ μεγαλο, δυο κρεβατοκαμαρες, μια μικρη κουζινα-τραπεζαρια και ενα ακομη πιο μικρο καθιστικο. Και να μην ξεχναμε το αποχωρητηριο, βεβαια.
Οταν εφτασε, χτυπησε την πορτα για να προειδοποιησει πως εμπαινε. Δεν πηρε απαντηση οποτε μπηκε κατευθειαν.
Η μητερα του μαγειγερυε με ενα υποτιμητικο υφος στο προσωπο της.
"Αργησες" εκρωξε μολις το αγορι εκλεισς την πορτα.
"Καλημερα και σε σενα μανουλα" απαντησε στεγνα και εκατσε εκνευρισμενος σε μια καρεκλα.
Οι ιδιες ατακες, απο τοτε που χωρισαν με τον πατερα του. Ή μαλλον απο τοτε που αρχισε να του μιλαει μετα τον χωρισμο της με τον πατερα του. Δεν μπορουσε ακομη κα τωρα, μετα απο τεσσερα χρονια, να καταλαβει την αιτια του χωρισμου τους.
Θυμοταν καλα εκεινη την μερα. Ο πατερας του μολις γυρισε απο την δουλεια.
"Καλημερα αγορι μου! Που ειναι η μαμα;" του ειχε πει οταν ο δωδεκαχρονος Ντεϊν ειχε μπει με ενα χαμογελο στην κουζινα.
"Μεσα, καθαριζει το δωματιο σας" ειχε απαντησει
"Αλινα, αγαπη μου;" ειχε φωναξει με φωνη χαρουμενη και γλυκια οπως παντα.
Η μητερα του εμφανιστηκε στην πορτα της εικονας με προσωπο χλωμο, λες και ηταν αρρωστη. Κοιτουσε τον πατερα του με ενα δυστιχισμενο βλεμμα.
Ο πατερας του σηκωθηκε, ετρεξε κοντα της, την αγκαλιασε... Και εκεινη τον εσπρωξε. Τον εσπρωξε βιαια και θυμωμενα.
Και τοτε αρχισε ο μεγαλος καυγας. Αφου η μητερα του τον εβρισε και του ειπε να τσακιστει να κλειδωθει στο δωματιο του, μεσα απο την κλειστη πορτα ακουγε τις αγανακτησμενες φωνες τους. Φωναζαν για πολυ ωρα ωσπου σταματησαν. Μετα την σιωπη που επικρατησε ακουστηκε μια τελευταια λεξη απο τη μερια του πατερα του.
"Μεινε μακρια απο τον γιο μου" ειχε πει με φωνη σπασμενη και πληγωμενη.
Και ποτε δεν τον ξανακουσε. Απο τοτε η μητερα του μιλουσε ελαχιστα στον Ντεϊν, συνηθως για να ζητησει κατι ή να τον κατσαδιασει. Μπορει να του ειχε γινει συνηθεια πια, αλλα και παλι δεν του αρεσε.
"Που ησουν;" τον συνεφερε στην πραγματικοτητα η αυστηρη φωνη της μητερας του.
"Στο χωριο" ειπε προσπαθωντας να κανει την φωνη του να ακουστει οσο πιο ειρωνικη γινοταν.
Η γυναικα δεν πτοηθηκε.
"Τι εκανες;"
"Ειχα μια πολυ σοβαρη συζητηση με τον Ανταμ και μου ζητησε να περασω για να τα πουμε απο το σπιτι του"
"Και ποτε σε προσκαλεσε ο αγαπητος Ανταμ;"
Καταφερε να εκνευρισει ξανα τον Ντεϊν, κανωντας την φωνη της πολυ πιο ειρωνικη και σαρδονια απ'οτι θα μπορουσε ο Ντεϊν ποτε να εχει. Ηξερε πως τον νευριαζε να τον ειρωνευονται και συνεχιζε! Αυτο παραπηγαινε.
"Αυριο"
"Μπα; Και θα χασεις τον γαμο της φιλης σου για να πας στον Ανταμ;"
Τον χτυπησε στο αδυνατο σημειο του. Ο Ντεϊν απο μικρος ειχε κολλημα με την Ιριδα, ενα πανεμορφο κοριτσι με χρυσα μαλλια και πρασινα ματια. Ποτε δεν εδινε σημασια στον Ντεϊν, εκεινη, ελεγε, αγαπαει τον Μπερκ. Απο μικρα παιδια, οταν μαζευονταν ολα μαζι στην πλατεια και παιζανε αληθεια ή θαρρος, ο Ντεϊν την ρωτουσε ποιον αγαπουσε με την ελπιδα να ακουγε το ονομα του καποια μερα. Αυτο δεν εγινε ποτε.
Και τωρα παντρευονταν. Η Ιριδα, η γλυκια και πανεμορφη Ιριδα, με τον λεχριτη τον Μπερκ. Ηρθε η ιδια κοντα του και του το ειπε.
Με ενα μεγαλο λαμπερο χαμογελο, του επιασε το χερι και τον τραβηξε μεσα στο δασος. Και ενω χαιρονταν και γελουσαν, ειπε το νεο. Προσπαθησε να φανει χαρουμενος, της χαμογελασε και της εσφιξε το χερι.
Και εφυγε συγκρατωντας με την βια τα δακρυα του.
Τον πονεσε πολυ που το ακουσε αυτο απο την ιδια του την μανα. Δεν της απαντησε, σηκωθηκε και πηγε στο δωματιο του με ενα μισος να βραζει βαθια μεσα του.

Ιππότης Ή Ήρωας;Where stories live. Discover now