ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: ΚΑΙ ΕΣΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΕΙΣ ΣΑΡΚΑΝ ΜΙΑ

22 2 0
                                    

Η Κυριακή 21 Ιουνίου ήταν μία όμορφη ηλιόλουστη ημέρα. Πλησίαζε το μεσημέρι και σε ένα χρυσό λιβάδι από σιτηρά στην Ιταλική επαρχεία της Τοσκάνης είχε συγκεντρωθεί ένα συμπίλημα κόκκινων κεφαλιών με μερικές νότες μαύρων και ξανθών που έσπαγαν τη μονοτονία. Ήταν παραταγμένα σε σειρές μπροστά από μία αυτοσχέδια τράπεζα από λευκό μάρμαρο. Πίσω από την τράπεζα στεκόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας. Φορούσε άσπρα άμφια και ήταν ξυπόλητος, ενώ τα μακριά του μαλλιά και μούσια ανέμιζαν ελεύθερα στο απαλό αεράκι.

Όρθιος ακριβώς δίπλα από την τράπεζα βρισκόταν ένας όμορφος νεαρός με κρεμ κουστούμι που έλαμπε πιο πολύ από τον τοσκανικό ήλιο. Φαινόταν νευρικός και έφτιαχνε συνεχώς τα ρούχα του, αλλά το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει ούτε στιγμή από τα χείλη του. Ένας εξίσου όμορφος νεαρός καθόταν σιμά του κοιτώντας ευχαριστημένα γύρω του, κυρίως προς το παγανιστικό μοναστήρι στα δεξιά του. Ήταν ένας μαγικός χώρος αφιερωμένος στη λατρεία των μυστικών τεχνών εδώ και πολλούς αιώνες, όταν χρησιμοποιούνταν ήδη από προχριστιανικούς δρυΐδες. Τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε ησυχαστήριο για ασκητές μάγους.

Οι πόρτες του μοναστηριού άνοιξαν και όλοι οι καλεσμένοι στράφηκαν προς την εξερχόμενη πομπή. Πρώτος πήγαινε ένας ασπροφορεμένος και ξυπόλυτος καλόγερος που έπαιζε ένα φυσητό όργανο που έμοιαζε στην όψη και στον ήχο με τη σκωτσέζικη μπαλαλάικα. Πίσω του ακολουθούσαν νεαρές κοπέλες επίσης ντυμένες στα λευκά που πετούσαν ροζ ροδοπέταλα και άσπρα κρίνα στους παρευρισκομένους. Στο τέλος της σειράς, λίγα μέτρα ξέχωρα από τους υπόλοιπους, βάδιζε μία απόκοσμη, ξωτική ομορφιά· μία ενσαρκωμένη Νύμφη.

Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της φωτιάς. Το πρόσωπο της ήταν αψεγάδιαστο με κατακόκκινα σαν ματωμένα χείλη. Το κορμί της, ψηλό και ευθυτενές, φαινόταν σαν να μην άγγιζε το έδαφος έτσι όπως προχωρούσε με το χρυσοκέντητο κρεμ φόρεμα που έπεφτε ολόισιο πάνω της χαϊδεύοντας το χώμα. Τα μάτια της, μπλε θάλασσες, είχαν καρφωθεί στο νέο μπροστά από την τράπεζα. Ο Σκόρπιους Μάλφοϋ παρατηρούσε τη νύφη του να πλησιάζει το σημείο της ένωσης τους και ήταν σαν ο χρόνος και ο κόσμος να είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο υπάρχον μέσα του ο έρωτας του για εκείνη. Ένας έρωτας που δεν είχε καταφέρει να σβήσει ούτε ο θάνατος ούτε ο χωρισμός.

Την κοιτούσε να διαγράφει βήμα τω βήμα την απόσταση μεταξύ τους και ήταν λες και έβλεπε ξανά το εντεκάχρονο κοριτσάκι που είχε γνωρίσει στην πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα στο σταθμό του Κινγκς Κρος. Όλοι μιλούσαν για αυτήν, για αυτήν και τον περίφημο ξάδερφο της. Τα παιδιά των διάσημων ηρώων του πολέμου. Ο ίδιος ήταν ο γιος του νεκροφάγου, αδύνατον να την προσεγγίσει. Την παρακολουθούσε από μακριά να ανεβαίνει στο τρένο με τα κατακόκκινα φουντωτά μαλλιά της και να συνοδεύεται πάντα από την πολυπληθή οικογένεια της.

Μια Μαγική ΣχέσηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora