Ο θάνατος ήταν αργός: Τα πάντα γίνονταν σε παγωμένο χρόνο, λες και τα λεπτά μεταμορφώνονταν σε ώρες και το ρολόι καθυστερούσε επίτηδες. Κάθε χτύπος της νεκρής καρδιάς μετρούσε όσο μια ζωντανή ανάσα, κάθε λέξη διαρκούσε όσο τρεις προτάσεις, κάθε συναίσθημα κολλούσε στο δέρμα σαν ιός για επίπονα υπερβολικά πολύ χρόνο, κάνοντας τον εγκέφαλο του να κουδουνίζει και την καρδιά του να πονάει. Ο θάνατος επιβράδυνε την πραγματικότητα, την τραβούσε και την αλλοίωνε, τυλίγοντας την σε ένα θολό πέπλο μακαριότητας, σαν σκηνές από ταινία σε slow motion. Και καθώς η ψυχή του περιφερόταν ασώματη στην επιφάνεια της πραγματικότητας, μπορούσε να νιώσει κάθε μικρό αντίκτυπο του χρόνου να επιβαρύνει τους ώμους του και να σφίγγεται πάνω του σαν να τρεφόταν από τον πόνο. Τα πάντα εξελίσσονταν γύρω του σε μια αποστασιοποιημένη σύγχυση, ένα γκρίζο σύννεφο να τυλίγει ό,τι ζωντανό, κρατώντας το μακριά από τα παγωμένα, νεκρά δάχτυλα του. Και τα πάντα συνέβαιναν σε έναν άλλο χρόνο, σαν να του απαγορευόταν έτσι, να επέμβει και να διορθώσει τα λάθη που ο ίδιος έκανε, το κακό που ο ίδιος δεν κατάφερε να σταματήσει.
Όταν ο Ελ πέθανε, συνειδητοποίησε πως η ψυχή του εξακολουθούσε να ζει. Το σώμα του κειτόταν νεκρό μπροστά στα πόδια του, το δέρμα αρρωστημένα λευκό, να χάνει οποιαδήποτε σημάδια ζωής καθώς το αίμα σταματούσε να ρέει στις φλέβες του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του πρωτόγνωρα ήρεμα εξαιτίας της γαλήνης που τους πρόσφερε ο θάνατος. Το σώμα του είχε πεθάνει, η καρδιά του είχε σταματήσει να λειτουργεί, είχε σταματήσει να χτυπάει, τα μάτια του είχαν χάσει τη φλόγα ύπαρξης που κάποτε έκαιγε στη μαύρη ίριδα. Η ψυχή του, όμως, εξακολουθούσε να υπάρχει, ισορροπώντας στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, στο αμυδρό όριο μεταξύ τέλους και καινούριας αρχής. Το σώμα του είχε πεθάνει αλλά η ψυχή του ζούσε, κολλημένη στην ύπαρξη (αποκομμένη από το χρόνο και τον τόπο των ζωντανών αλλά παρόλα αυτά υπάρχοντας ανάμεσα τους) εξαιτίας μιας λεπτής, μεταλλικής αλυσίδας που ξεκινούσε από το δικό του καρπό και κατέληγε - πάντα αόρατη στα μάτια των ζωντανών - στον καρπό του Λάιτ.
Το μυαλό του κατάφερε να βρει γρήγορα την απάντηση, συνηθισμένο σε άλυτους γρίφους και αναπάντεχες τροπές της μοίρας: Είχε πεθάνει. Μπορούσε να νιώσει το θάνατο να τρέχει μέσα στις φλέβες του, να φτάνει σε κάθε γωνία και πλευρά του, να γεμίζει την ψυχή του σαν σκούρα σκιά απελπισίας και πόνου. Είχε πεθάνει αλλά δεν είχε καταφέρει να περάσει στην άλλη πλευρά. Βρισκόταν ακόμα σε κάποια ενδιάμεση κατάσταση, σε μια μαύρη τρύπα της πραγματικότητας. Σύντομα κατάλαβε πως αυτό που τον κρατούσε στον κόσμο των ζωντανών ήταν αυτή η λεπτή αλυσίδα και κατά προέκταση ο Λάιτ. Η ψυχή του Λάιτ. Το κομμάτι της ψυχής του που για κάποιο ανεξήγητο λόγο παρέμενε προσκολλημένο στη νεκρή ύπαρξη του Ελ. Η λευκή, φωτεινή γραμμή που τύλιγε την αλυσίδα, γλιστρώντας αθόρυβα στο μέταλλο, το μοναδικό φως στη θολούρα της πραγματικότητας.
BẠN ĐANG ĐỌC
40 Δευτερόλεπτα (Death Note // LxLight)
Truyện Ngắn«Σε νίκησα.» αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που ξέφυγαν επίπονα μετά από το τέλος της κρίσης βήχα. Αίμα είχε στάξει από την άκρη των χειλιών του Λάιτ και έτρεχε στο μάγουλο του, δημιουργώντας μια λεπτή κόκκινη γραμμή μέχρι το λοβό του αυτιού του «Σε νί...