-35- Ένα παραμύθι χωρίς το «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.»

1.9K 156 22
                                    

Μάρτιος 2015

Τα γέλια των δύο νέων αντηχούσαν στον ευρύχωρο χώρο της πολυτελούς σουίτας. Βρισκόταν ήδη δύο μέρες στην Θεσσαλονίκη αλλά αποφάσισαν να τις περάσουν κλεισμένοι στο δωμάτιο. Το απόγευμα θα δειπνούσαν στο πατρικό της Θάλειας, γνωρίζοντας την πολυπληθή οικογένεια της. Η Δόμνα είχε επιστρατεύσει τις κόρες της ενώ τα μικρά φώναζαν ενθουσιασμένα που θα έβλεπαν την θεία τους.

«Και δεν μου λες. Τα πιτσιρίκια θα με συμπαθήσουν;» την ρώτησε ενώ την είχε στην αγκαλιά του και εκείνη λαγοκοιμόταν στο στέρνο του.

Η Θάλεια αναδεύτηκε και σηκώνοντας τα μάτια της, χαχάνισε. Ο Γιώργος την κοίταξε με απορία και ανασήκωσε το φρύδι του. «Θα σε περάσουν από ανάκριση μόλις μάθουν την σχέση μας.»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Τα μικρά με θέλουν συνέχεια δίπλα τους και άμα τους πεις πως θα μείνουμε στην Αθήνα, ίσως και να σε μισήσουνε.» του εξήγησε η Θάλεια και γέλασε με την διαπίστωση της. Ήθελε πολύ να δει την αντίδραση των μικρών όταν θα μαθαίνανε για την σχέση τους.

«Να προσέχω δηλαδή;» αναρωτήθηκε και γέλασε. Την έσφιξε πάνω του και όρμισε στα χείλη της. Τα χέρια του άρχισαν να αγγίζουν το κορμί της γρήγορα και εκείνη έδεσε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Τα στόματα τους άνοιξαν κατάλληλα και οι γλώσσες του αγκάλιαζαν η μία την άλλη. Μόλις η Θάλεια κατάλαβε τις προθέσεις του, απότομα τραβήχτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Θάλεια...» διαμαρτυρήθηκε αλλά εκείνη τον αγνόησε. «ΘΑΛΕΙΑ...» φώναξε έξαλλος και χαχάνισε με την αντίδραση του.

«Και εγώ σ' αγαπώ μωρό μου.» τον ειρωνεύτηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Πριν κλείσει την πόρτα, του έστειλε φιλάκια στον αέρα και χαμογέλασε. Εκείνος ακόμη έξαλλος με την συμπεριφορά χτύπησε τις γροθιές του στο στρώμα. «Μου θέλετε και γιορτή τρομάρα σας!» μονολόγησε και σηκώθηκε όρθιος για να ντυθεί.

***

Στην μεγάλη κουζίνα του αρχοντικού σπιτιού, επικρατούσε μια συνεχής σύγχυση. Η Δόμνα δεν σταματούσε να μονολογεί και να διατάζει ενώ η Ελεονόρα, η Ναταλία και η Νίκη προσπαθούσαν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να εκτελέσουν τις διαταγές τους. Βάδιζε νευρικά στον χώρο, αρπάζοντας από το ξύλινα ντουλάπια και συρτάρια, υλικά και εργαλεία για να ολοκληρώσει το μενού της. «Πρέπει να το ευχαριστήσουμε το παιδί. Να θαυμάσει τα φαγητά μας. Να μην μας πάρει με κακό μάτι.» μονολογούσε καθώς «χτυπούσε» γρήγορα τα αυγά σε ένα μπλε μπολ. Το μενού της αποτελούταν από ορεκτικό, σαλάτες, κυρίως πιάτο και φυσικά επιδόρπιο. Έπρεπε να ικανοποιούσε τον μέλλων γαμπρό της, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως το βράδυ θα πονούσε όλο της το σώμα. Οι γυναίκες παραπέρα γελούσαν σιγανά με την υπερβολική της συμπεριφορά αλλά το γέλιο τους κόπηκε μαχαίρι, όταν η Δόμνα έπεσε με δύναμη στο πάτωμα αγκαλιά με ένα γυάλινο μπολ. Έσπευσαν κοντά της και με απαλές κινήσεις, την σήκωσαν και την βοήθησαν να καθίσει στο σκαμπό που διέθετε η μαρμάρινη νησίδα. Η Δόμνα έτριψε το πονεμένο της πόδι αλλά με πείσμα σηκώθηκε και πάλι όρθια.

Το τίμημα της αγάπηςWhere stories live. Discover now