-32-Δύο μέρες μόνο...

1.5K 163 20
                                    

Προχωρούσαν στους μεγάλους διαδρόμους του Πρωτοδικείου Αθηνών. Δημοσιογράφοι είχαν μαζευτεί έξω από το κτήριο, ζητώντας μια δήλωση ενός μάρτυρα κατηγορίας, είτε των ίδιων των κατηγορουμένων. Η Θάλεια, εισέπνευσε και σταμάτησε απότομα πίσω από τις δύο πόρτες της αίθουσας που θα δίκαζαν τον Οδυσσέα. Ο Γιώργος κατάλαβε την ταραχή της και προσπαθώντας να της δώσει δύναμη, έπιασε το αριστερό της χέρι. Την γύρισε προς το μέρος του και τρυφερά χάιδεψε το πρόσωπο της.

«Είσαι έτοιμη;» την ρώτησε. Η Θάλεια κούνησε το κεφάλι της θετικά με δισταγμό και ο Γιώργος πιάνοντας την από την μέση, την έσφιξε στην αγκαλιά του. Εστίασε τα μάτια του στα σαρκώδη της χείλη και μόλις την είδε να τα γλύφει, όρμησε πάνω τους. Δάγκωσε το κάτω χείλος της, ζητώντας πρόσβαση στην στοματική της κοιλότητα. Η Θάλεια, ανήμπορη να συγκρατήσει τον εαυτό της από το πάθος του φιλιού τους, έδεσε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Η γλώσσα του αγκάλιασε και συγχρόνως έγδερνε την δικιά της, αποβάλλοντας από το μυαλό της κάθε φόβο και δισταγμό. Όταν τα πρόσωπα τους απομακρύνθηκαν, αχνά χαμόγελα σχηματίστηκαν στα πρόσωπα τους.

«Τώρα είσαι έτοιμη;» την ρώτησε πειραχτικά και η Θάλεια έγνεψε καταφατικά και τον φίλησε πεταχτά. «Είμαι πανέτοιμη!» αναφώνησε αλλά το μετάνιωσε όταν άνοιξε τις πόρτες και εισχώρησε στην πολύβουη αίθουσα. Πλήθος δικηγόρων βάδιζαν νευρικά μες το χώρο, μιλώντας είτε στο τηλέφωνο είτε στους πελάτες τους. Η δικαστική έδρα ήταν άδεια, σημάδι πως η δίκη δεν είχε αρχίσει ακόμη. Η Θάλεια έψαξε με τα μάτια της, την Αμαλία και τον Βασίλη, και τους εντόπισε να κάθονται ήρεμοι στο έδρανο, περιμένοντας την έναρξη της δίκης. Ψιθύριζαν μεταξύ τους και συχνά συνομιλούσαν με τον δικηγόρο. Πέντε μέρες είχαν περάσει από την σύλληψη του Οδυσσέα και των υπολοίπων εμπλεκόμενων και μόλις χθες πληροφορήθηκαν, μέσω της Νεφέλης, για τις τραπεζικές κινήσεις του Οδυσσέα.

Ο Γιώργος την ακολούθησε χαμογελώντας ακόμη, αλλά το χαμόγελο του κόπηκε μαχαίρι, κοιτώντας τα φλογερά κόκκινα μαλλιά που έπεφταν επιβλητικά στην πλάτη μιας άγνωστης, γι' αυτόν, κοπέλα. Αυτό το έντονο χρώμα το γνώριζε, ήταν σίγουρος γι' αυτό, καθώς είχε χαραχτεί μες την μνήμη του. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε, αλλά εκείνη την «μοιραία» μέρα, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Μπορεί να μην θυμόταν την νύχτα που πέρασε με την κοκκινομάλλα, αλλά θυμόταν χαρακτηριστικά και με κάθε λεπτομέρεια το επόμενο πρωί. Η διείσδυση που είχε κάνει στην καρδιά του, κοιτώντας τον μονάχα μες τα μάτια, του έκανε εντύπωση. Εν μέρει, η δική της εξομολόγηση για τον πληγωμένο της έρωτα, ήταν αυτή που τον ώθησε να στείλει μήνυμα στην Θάλεια, μετά τον τσακωμό τους και την μετέπειτα φυγή της στην Θεσσαλονίκη. Η άγνωστη κοπέλα, δεν έριξε κανένα βλέμμα στον χώρο καθώς συνομιλούσε αδιάλειπτα με τον Βασίλη και τον ηλικιωμένο και πεπειραμένο τους δικηγόρο. Η Θάλεια, γύρισε το πρόσωπο της και συνοφρυώθηκε απορημένη από την απότομη παύση του. Εκείνος της χαμογέλασε καθησυχαστικά και πλησιάζοντας την, πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της και πλησίασαν το έδρανο. Ο Βασίλης, μόλις τους αντιλήφθηκε, σηκώθηκε όρθιος και φιλώντας, πρώτα, σταυρωτά την Θάλεια, έτεινε το χέρι του προς το μέρος του Γιώργου. Εκείνος ανταπέδωσε πρόθυμα, χωρίς δισταγμούς ή μορφασμούς, παραξενεύοντας τον Βασίλη. Η Θάλεια πλησίασε την Αμαλία και την αγκάλιασε σφιχτά. Ο Γιώργος παρατήρησε προς η σύντροφος του ψιθύρισε κάτι στην άγνωστη κοκκινομάλλα, που μάλλον αφορούσε τον ίδιο καθώς ένα λαμπρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Θάλειας. Μόλις η κοπέλα γύρισε το πρόσωπο της και τον κοίταξε, ο Γιώργος ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του. Δεν είχε κάνει λάθος. Η άγνωστη κοκκινομάλλα, που πριν ένα χρόνο τον στοίχειωσε, τώρα θα γινόταν γνωστή. Όμως, αυτό που του έκοψε την ανάσα, ήταν πως η Θάλεια γνωριζόταν μαζί της και προφανώς είχαν μια καλή σχέση.

Το τίμημα της αγάπηςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang