Η Mimi δεν έχει πάντα αυτή τη λαίμαργη διάθεση για—
Αλλά αυτή τη στιγμή η Mimi θα ήθελε πολύ να είχε κάτι. Οτιδήποτε.
Μερικές φορές πιστεύει ότι ο Arlo δεν ξέρει τίποτα. Άλλες ότι ξέρει περισσότερα και από εκείνη.
Αυτή τη φορά απλά ξέρει. Όπως πάντα ξέρει. Όπως η Mimi ποτέ δεν μπόρεσε να ξέρει.
Και είναι εντελώς λυπηρό—
Ο Arlo κοιμάται όταν είναι πλέον σίγουρη ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει.
Κλείνει αθόρυβα την πόρτα, και περπατάει μέχρι το απέναντι διαμέρισμα, όπου χτυπάει στην πόρτα της κυρίας Sorelli.
Και η κυρία Sorelli ανοίγει, όπως κάνει τις περισσότερες φορές.
«Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο σας;» ρωτάει δειλά η Mimi.
«Καλησπέρα,» απαντάει στα ιταλικά η ηλικιωμένη γυναίκα. Και μετά σε σπασμένα αγγλικά: «Φυσικά μπορείς.»
Οπότε η Mimi επιτέλους τηλεφωνεί στον Dylan, επειδή έχουν περάσει μήνες και επειδή νιώθει μόνη και επειδή θέλει κάτι πίσω από τη παλιά της ζωή και επειδή δεν μπορεί να έχει τίποτα.
Ο Dylan δεν απαντάει. Η Mimi σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να έχει πεθάνει· μία σκέψη εντελώς γνώριμη και απαθής που περνάει πάνω από το κεφάλι της σχεδόν.
Μόνο που αυτή τη φορά μένει. Και η Mimi πραγματικά αναρωτιέται.
Ξαναπέρνει. Ίσως έχει αλλάξει τον αριθμό του. Ίσως δεν είναι σπίτι. Δοκιμάζει το κινητό του. Ίσως το έχασε. Ίσως απλά δεν θέλει να απαντήσει σε έναν ξένο αριθμό.
Και το τηλέφωνο της κυρίας Sorelli χρεώνεται, και η Mimi δεν θέλει να γίνει βάρος.
Απαντάει όταν δοκιμάζει για τελευταία φορά.
«Ναι;» Ακούγεται εξαντλημένος.
Ένας απαίσιος ήχος σκίζει στα δύο τη φωνή της. Της θυμίζει πολύ κλάμα. Ένα είδος του.
«Dylan.»
«Ναι;» Τώρα η φωνή του είναι πιο σίγουρη.
«Dylan. . .» Οι αρθρώσεις της έχουν γίνει άσπρες από το πόσο δυνατά κρατάει το ακουστικό.
«Πες μου.» Είχε καταλάβει; Και αν είχε καταλάβει, τότε—
Η Mimi σχεδόν τελείωσε την κλήση. Την μισούσε. Τον περιπλάνησε, τον τσάκισε, τον άφησε και τώρα ένας Θεός ξέρει πού είναι ή πού έχει καταλήξει.
Η Mimi το έκανε αυτό. Τέτοιες ώρες εύχεται να ήταν μαζί της η Anna.
«Mimi ή πες μου τι θέλεις ή κλείσε, μάρτυς μου ο Θεός, μην μου το κάνεις αυτό.»
Μα η ίδια δεν ήξερε τι έκανε ή γιατί, μόνο το ότι τον άκουσε και ότι όλα είναι άθλια και θέλει να γυρίσει σπίτι.
Αλλά δεν έχει σπίτι. Πουθενά. Και υπήρξε ένας καιρός που είχε, αλλά αυτό ήταν σύντομο. Θα μπορούσε να το είχε φανταστεί.
«Τι κάνεις;» Ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Το μόνο που την ενδιέφερε.
«Μην με κοροϊδεύεις.»
«Δεν σε κοροίδεύω. Δεν θα σε κορόϊδευα ποτέ, το ξέρεις—»
«Αλήθεια. Τι ξέρω καν πλέον, Mimi. Τι στο διάολο ξέρω εγώ, μου λες—»
«Συγγνώμη! Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη. . .»
Και αφήνει το ακουστικό, φεύγει βιαστικά από το σπίτι της παρεξενεμένης κυρίας και δεν ξέρει πότε μπαίνει στο δικό της σπίτι, ή στο μοναδικό πράγμα το οποίο θα μπορούσε έστω και να αποκαλέσει σπίτι, όπου την περιμένει ο Arlo, και δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα, και αυτό το κάνει μόνο χειρότερο, και η Mimi φαίνεται πως κλαίει για πάντα. . .
Ο Arlo σπεύδει να βρεθεί δίπλα της, και την αγκαλιάζει αμέσως, το πρόσωπό της κρυμμένο στο στήθος του και αυτή είναι η μόνη αλήθεια που έχει η Mimi τώρα.
Το αγόρι αρχίζει να μουρμουρίζει ένα δανέζικο νανούρισμα. Η Mimi τον τραβάει μαζί της στο κρύο πάτωμα, όπου και μένουν μέχρι να ανάψουν τα φώτα του δρόμου.
[wow. σχεδόν 7 μήνες από τότε που ανέβασα από αυτό, ε; oops]
YOU ARE READING
Dark Waters
Short StoryΑυτό το αεροπλάνο θα συγκρουστεί αύριο. Δεν θα κάνεις τίποτα γι' αυτό. [ sequel στο warm waters ] H I A T U S